Οι δύο δρόμοι για τη γαλλική Νέα Δεξιά

Το κείμενο που ακολουθεί κάνει λόγο για την εμφάνιση μιάς Νέας Δεξιάς στη Γαλλία η οποία δεν ταυτίζεται φυσικά με την κατεστημένη κεντροδεξιά ούτε όμως και με την Δεξιά όπως εκφράζεται από το κόμμα της Λεπέν. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι ο Lilla δεν την ταυτίζει επίσης με την λεγόμενη alt – Right, δηλαδή την «εναλλακτική Δεξιά» όπως αυτή εκφράζεται από τον Ντόναλντ Τράμπ για παράδειγμα. O Mark Lilla είναι ένας συγγραφέας που αυτοκατανοείται ως φιλελεύθερος και έχει ασχοληθεί με την αντιδραστική σκέψη. Ο πρωτότυπος τίτλος του άρθρου είναι “Two Roads for the New French Right” και δημοσιεύθηκε στοThe New York Review of Books, τχ. 20, Δεκέμβριος 2018.

Ακολουθεί το κείμενο.

Του Mark Lilla

Μετάφραση του κειμένου: Γκιμπιρίτης Νικόλας για την ιστοσελίδα ResPublica.gr. Στο τέλος του άρθρου παρατίθεται σύνδεσμος με την αρχική δημοσίευση.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Σύνοδος της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC) πραγματοποίησε το συνέδριό της στην Ουάσιγκτον. Αυτή η ετήσια διάσκεψη είναι ένα είδος Νταβός της Δεξιάς όπου μυημένοι και επίδοξοι πηγαίνουν να δουν τι νέο παίζει. Ο αρχικός ομιλητής, όχι και τόσο νέος, ήταν ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Mike Pence. Η επόμενη ομιλήτρια, αρκετά νέα, ήταν μια στιλάτη Γαλλίδα, πριν καν πατήσει τα τριάντα της, ονόματι Marion Maréchal-Le Pen.

H Μarion, όπως την αποκαλούν στη Γαλλία, είναι η εγγονή του Jean-Marie Le Pen, ιδρυτή του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου [Front National], και ανιψιά της Marine Le Pen, της τωρινής προέδρου του κόμματος. Οι Γάλλοι πρωτογνώρισαν τη Marion όταν ήταν ακόμα παιδί, όταν ακτινοβολούσε στην αγκαλιά του παππού της στις αφίσες της προεκλογικής του εκστρατείας, και έκτοτε δεν αποχώρησε ποτέ από τη δημόσια σκηνή. Το 2012, στην ηλικία των είκοσι δύο, ήταν η νεότερη Αντιπρόσωπος που μπήκε στο Κοινοβούλιο από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Αποφάσισε να μην θέσει υποψηφιότητα για επανεκλογή το 2017, με την πρόφαση ότι ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά της. Αντ’ αυτού όμως, καταστρώνει μεγάλα σχέδια[1].

Η σκηνική της παρουσία στο CPAC ήταν ασυνήθιστη, και απορούμε τι εντύπωση μπορεί να της προκάλεσε το ακροατήριο εκείνο το πρωινό. Σε αντίθεση με τον παππού της και τη θεία της που είναι κι οι δυο τους θερμοκέφαλοι, η Marion είναι πάντα ήρεμη και συγκεντρωμένη, ακούγεται ειλικρινής και πνευματικά εναργής. Με μια ελαφρώς γοητευτική γαλλική προφορά, ξεκίνησε την ομιλία της με την αντιπαραβολή της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και της «υποταγής» της Γαλλίας στην ΕΕ, ως μέλος της οποίας, όπως ισχυρίστηκε, η Γαλλία δεν έχει την ικανότητα για μια δική της οικονομική και εξωτερική πολιτική ή για την υπεράσπιση των συνόρων της εναντίον της παράνομης μετανάστευσης και της παρουσίας μιας ισλαμικής «αντι-κοινωνίας» εντός της επικράτειάς της.

Αλλά ξαφνικά τους άφησε όλους άναυδους. Μπροστά σε ένα ρεπουμπλικανικό ακροατήριο από απολυταρχιστές της ατομικής ιδιοκτησίας και φανατικούς υπέρ του δικαιώματος στην οπλοκατοχή, επιτέθηκε στις αρχές του ατομικισμού, υποστηρίζοντας ότι το «βασίλειο του εγωισμού» βρισκόταν στον πάτο όλων των κοινωνικών μας ασθενειών. Σαν παράδειγμα έφερε την παγκόσμια οικονομία που μετατρέπει τους αλλοδαπούς εργάτες σε σκλάβους και πετάει τους ντόπιους εργάτες εκτός αγοράς εργασίας. Έπειτα, έκλεισε την ομιλία της εγκωμιάζοντας τις αρετές της παράδοσης, παραθέτοντας ένα απόφθεγμα που συχνά αποδίδεται στον Gustav Mahler: «η παράδοση δεν είναι η λατρεία της στάχτης, είναι η μετάδοση της φωτιάς». Δε χρειάζεται να αναφέρω ότι αυτή ήταν και η μοναδική αναφορά σε κάποιον Γερμανό συνθέτη του 19ου αιώνα από κάποιον ομιλητή του CPAC.

Κάτι νέο συμβαίνει στην ευρωπαϊκή Δεξιά, και εμπεριέχει πολλά περισσότερα από ξενοφοβικές, λαϊκίστικες κατακραυγές. Ιδέες αναπτύσσονται και διεθνικά δίκτυα για τη διάδοσή τους ιδρύονται. Οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν τις προσπάθειες του Steve Bannon να φέρει τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τους ευρωπαίους στοχαστές υπό την ομπρέλα αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «Το Κίνημα» ως ένα αμιγώς ματαιόδοξο έργο. Αλλά τα ένστικτά του, όπως και στην περίπτωση της αμερικανικής πολιτικής, είναι συντονισμένα με το πνεύμα των καιρών (πράγματι, έναν μήνα μετά την εμφάνιση της Marion στο CPAC, o Bannon προσφώνησε το ετήσιο συνέδριο του Εθνικού Μετώπου). Σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως η Γαλλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία, γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής ιδεολογίας που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τον θυμό των Ευρωπαίων κατά της μετανάστευσης, της οικονομικής απορρύθμισης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κοινωνικής φιλελευθεροποίησης, και κατόπιν να χρησιμοποιηθεί αυτή η ιδεολογία με σκοπό τη διακυβέρνηση. Τώρα είναι η ώρα ώστε να δώσουμε προσοχή στις ιδέες αυτού που μοιάζει να είναι ένα εξελισσόμενο δεξιό Λαϊκό Μέτωπο. Και η Γαλλία είναι ένα καλό μέρος για αρχή.

Η γαλλική Αριστερά, προσδεμένη στον ρεπουμπλικανικό εκκοσμικισμό, δεν έτρεφε ποτέ μια κάποια ευαισθησία για τον ρωμαιοκαθολικό τρόπο ζωής και συχνά σφυρίζει αδιάφορα όταν ξεπερνιέται κάποια κόκκινη γραμμή. Στις αρχές του 1984, η κυβέρνηση του François Mitterand πρότεινε ένα νομοσχέδιο που θα έφερνε τα σχολεία των Καθολικών υπό ισχυρότερο κυβερνητικό έλεγχο και πίεζε τους δασκάλους τους να μετατραπούν σε δημόσιοι υπάλληλοι. Εκείνον τον Ιούνιο, ένα εκατομμύριο Καθολικοί διαδήλωσαν στο Παρίσι εις ένδειξη διαμαρτυρίας, και ακόμη περισσότεροι σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Pierre Mauroy, πρωθυπουργός του Mitterand, εξωθήθηκε σε παραίτηση και η νομοθετική πρόταση αποσύρθηκε. Ήταν μια σπουδαία στιγμή για τους λαϊκούς Καθολικούς που ανακάλυψαν πως, ανεξάρτητα απ’ τον επίσημο εκκοσμικισμό του γαλλικού κράτους, παρέμεναν μια πολιτιστική δύναμη, που κάποιες φορές θα μπορούσαν να μετατραπούν μέχρι και σε πολιτική δύναμη.

Το 1999, η κυβέρνηση του γκωλικού Jacques Chirac πέρασε μια νομοθεσία που δημιουργούσε ένα νέο νομικό καθεστώς, υπό τον τίτλο pacte civil de solidarité (σύμφωνο αλληλεγγύης αστικού δικαίου ή PACS), για τα μακροχρόνια ζευγάρια που απαιτούσαν νομική προστασία για ζητήματα κληρονομιάς και διάφορα ζητήματα ζωής και θανάτου, αλλά που δεν ήθελαν να παντρευτούν. Το PACS, αν και ήρθε στην επιφάνεια όχι πολύ μετά την επιδημία του HIV/AIDS, έγινε σε μεγάλο βαθμό αντιληπτό ως βοήθεια στην γκέι κοινότητα, αλλά σύντομα έγινε δημοφιλές και μεταξύ ετεροφυλόφιλων που ήθελαν δεσμούς που μπορούν να λυθούν εύκολα. Ο αριθμός των στρέιτ pacsés ζευγαριών ετησίως πλησιάζει τον αριθμό εκείνων που παντρεύονται, ενώ το σύμφωνο αυτό καθαυτό παραμένει ακαταμάχητο στους γκέι και τις λεσβίες.

Προκειμένου να χτίσει πάνω σ’ αυτή την επιτυχία, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τη γαλλική προεδρία, ο σοσιαλιστής υποψήφιος François Hollande υποσχέθηκε τη νομιμοποίηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και άνοιξε το ζήτημα της υιοθεσίας καθώς και επιπρόσθετων δικαιωμάτων για τα ζευγάρια των γκέι και των λεσβιών. Το σλόγκαν ήταν Mariage Pour Tous – Γάμος για Όλους. Όταν ανέλαβε καθήκοντα, ο Hollande κινήθηκε προς την εκπλήρωση της προεκλογικής του υπόσχεσης, αλλά επανέλαβε το λάθος του Mitterand με το να παραλείψει την πρόβλεψη μιας ισχυρής δεξιάς αντίδρασης στο εν λόγω μέτρο. Μόλις λίγο καιρό μετά την ορκωμοσία του ως Προέδρου, άρχισε να δημιουργείται ένα δίκτυο λαϊκών ανθρώπων, βαθιά επηρεασμένων από εκκλησιαστικές ομάδες Καθολικών Πεντηκοστιανών, που αυτοαποκαλούνταν La Manif Pour Tous – Διαμαρτυρία για Όλους.

Τον Ιανουάριο του 2013, λίγο πριν το Κοινοβούλιο υπερψηφίσει τον γάμο των γκέι, η Manif κατάφερε να κινητοποιήσει 300.000 ανθρώπους στο Παρίσι σε ένα συλλαλητήριο εναντίον του νομοσχεδίου, αφήνοντας την κυβέρνηση και τα μίντια με το στόμα ανοιχτό. Αυτό που τους εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν η παίγνια ατμόσφαιρα της διαδήλωσης, που έμοιαζε περισσότερο με παρέλαση του gay pride παρά με προσκήνυμα στην Κομποστέλα. Έβλεπες πολλούς νέους ανθρώπους να διαδηλώνουν κουνώντας ροζ και γαλάζια λάβαρα, αντί γι’ αυτά του ουράνιου τόξου, εν είδει αντιπροσώπευσης των αγοριών και των κοριτσιών. Τα συνθήματα στα πλακάτ είχαν μια αύρα από τον Μάη του ’68: Φρανσουά αντιστάσου, απέδειξε ότι υπάρχεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η φωνή που εκπροσώπησε τη Manif ήταν μια κωμικός και καλλιτέχνις με εκκεντρικό στυλ που συστήνεται ως Φριζίτ Μπαρζό και έπαιζε σε μια μπάντα που λεγόταν Dead Pompidous.

Από που ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Στην τελική, η Γαλλία δεν είναι πλέον μια χώρα Καθολικών, ή τουλάχιστον έτσι μας λένε. Ενώ είναι αλήθεια ότι όλο και λιγότεροι Γάλλοι βαφτίζουν τα παιδιά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία, περίπου τα δύο τρίτα εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται Καθολικοί και το 40 τοις εκατό, χοντρικά, ισχυρίζονται ότι «θρησκεύουν», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και το πιο σημαντικό, μια περσινή έρευνα του Rew Research Center απέδειξε ότι εκείνοι οι Γάλλοι που αυτοπροσδιορίζονται ως Καθολικοί –και ιδιαίτερα όσοι εκκλησιάζονται σε τακτική βάση– είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό Δεξιοί απ’ αυτούς που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Καθολικοί.

Αυτό συνάδει και με τις τάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το Pew Research Center έδειξε πως η αμηχανία των μετακομμουνιστικών προσδοκιών οδήγησε στην άνοδο του χριστιανορθόδοξου αυτοπροσδιορισμού, δίπλα-δίπλα σ’ αυτήν του εθνικισμού. Κάτι τέτοιο ίσως να υποδεικνύει ότι η σχέση μεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού να αντιστρέφεται στην Ευρώπη – ότι δεν είναι πλέον η θρησκευτική πίστη που καθορίζει τις πολιτικές αντιλήψεις, αλλά οι πολιτικές αντιλήψεις που καθορίζουν αν θα αυτοπροσδιοριστεί κανείς ως θρησκευόμενος. Πιθανόν, τα προαπαιτούμενα για ένα ευρωπαϊκό, χριστιανικό, εθνικιστικό κίνημα να βρίσκονται προ των πυλών, όπως έχει προβλέψει εδώ και πολύ καιρό ο Ούγγρος Πρόεδρος Viktor Orbán.

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που κινητοποίησε τις τόσες χιλιάδες Καθολικών που συμμετείχαν στην αυθεντική Manif και σε παραπλήσιες διαμαρτυρίες σ’ όλη τη Γαλλία, σε μικρό χρονικό διάστημα ένα πολιτικό φρούτο βλάστησε[2]. Κάποιοι απ’ τις ηγετικές μορφές της Manif δημιούργησαν μια ομάδα πολιτικής δράσης με το όνομα Sens Commun [Κοινή Λογική] η οποία, αν και μικρή, με τη συνδρομή της κόντεψε να εκλέξει Πρόεδρο στις προεδρικές εκλογές του 2017. Έδωσαν το χρίσμα στον υποψήφιο François Fillon, έναν νομοταγή πρώην πρωθυπουργό και συντηρητικό, θρησκευόμενο Καθολικό που υποστήριξε σθεναρά τη Manif και διατηρούσε στενούς δεσμούς με το Sens Communs. Ήταν ξεκάθαρος αναφορικά με τις θρησκευτικές του αντιλήψεις –όπως η εναντίωση στον γάμο, την υιοθεσία και την παρένθετη μητρότητα των ομόφυλων ζευγαριών– κατά τις προκριματικές εκλογές του κόμματός του, των Ρεπουμπλικανών[3], στο τέλος του 2016 και εξέπληξε τους πάντες με την επικράτησή του. Ο Fillon είχε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά στις προκριματικές εκλογές και, δεδομένης της βαθιάς αντιδημοφιλίας των Σοσιαλιστών στην μετα-Ολάντ εποχή και της ανικανότητας του Εθνικού Μετώπου να κερδίσει την υποστήριξη παραπάνω από το ένα τρίτο του γαλλικού εκλογικού σώματος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον θεώρησαν φαβορί.

Αλλά, καθώς ο Fillon ξεκίνησε την εθνική του εκστρατεία, η εφημερίδα Le Canard enchaîné, μια εφημερίδα που αναμειγνύει σάτιρα με ερευνητική δημοσιογραφία, αποκάλυψε ότι η σύζυγός του είχε παραλάβει όλα αυτά τα χρόνια παραπάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ για αδήλωτες οικονομικές δραστηριότητες, και ότι ο ίδιος είχε αποδεχτεί μια σειρά εξυπηρετήσεων από επιχειρηματίες –αλά Paul Manafort[4], συμπεριλαμβανομένων κοστουμιών που κόστιζαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Για κάποιον που τρέχει την καμπάνια του με το σύνθημα «το θάρρος της αλήθειας», όλο αυτό ήταν μια καταστροφή. Ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του, το προσωπικό του τον εγκατέλειψε, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να παρατήσει τη μάχη για τις εκλογές. Αυτή η επιλογή άνοιξε τον δρόμο για τον τελικό νικητή, τον κεντρώο Emannuel Macron. Αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, παρά το σκάνδαλο, ο Fillon κέρδισε το είκοσι τοις εκατό των ψήφων στον πρώτο γύρο των εκλογών, εν συγκρίσει του 24 τοις εκατό του Macron και του 21 τοις εκατό της Marine Le Pen. Αν δεν είχε καταρρεύσει εκ των έσω, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να εκλεγεί Πρόεδρος και σήμερα θα λέγαμε εντελώς διαφορετικές ιστορίες για το τι πραγματικά συμβαίνει στη Γαλλία.

Η καμπάνια της ρωμαιοκαθολικής Δεξιάς εναντίον των ομόφυλων γάμων ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και έγινε. Η μεγάλη πλειοψηφία των Γάλλων είναι υπέρ των ομόφυλων γάμων, αν και είναι μόνο εφτά χιλιάδες ζευγάρια που επωφελούνται ετησίως. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η εμπειρία της Manif θα μπορούσε να επηρεάσει τη γαλλική πολιτική στο προσεχές μέλλον.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι έχει ανακαλύψει έναν ακατοίκητο ιδεολογικό χώρο μεταξύ των mainstream Ρεπουμπλικανών και του Εθνικού Μετώπου. Οι δημοσιογράφοι τείνουν να παρουσιάζουν μια υπερβολικά απλοϊκή εικόνα του λαϊκισμού στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική. Φαντάζονται πως υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή που διαχωρίζει τα παλιά συντηρητικά κόμματα όπως είναι οι Ρεπουμπλικανοί, που τα έχουν βρει με τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, από τα ξενοφοβικά λαϊκιστικά κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο, τα οποία θα ρίξουν την ΕΕ, θα καταστρέψουν τους φιλελεύθερους θεσμούς και θα απελάσουν όσους περισσότερους μετανάστες γίνεται, και ειδικότερα τους Μουσουλμάνους.

Αυτοί οι δημοσιογράφοι είχαν πρόβλημα στο να φανταστούν ότι μπορεί και να υπάρχει μια τρίτη δύναμη στη Δεξιά, η οποία δεν εκπροσωπούνταν ούτε από τα κόμματα του κατεστημένου ούτε από ξενοφοβικούς λαϊκιστές. Αυτή η μυωπική οπτική καθιστά, ακόμα και από μια μερίδα καταρτισμένων δημοσιογράφων, δύσκολο να κατανοήσουμε τους υποστηρικτές της Manif, που κινητοποιήθηκαν τριγύρω απ’ αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «κοινωνικά ζητήματα» και αισθάνονται ότι δεν έχουν κάποια πραγματική πολιτική στέγη σήμερα. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν διαθέτουν ιδεολογία διακυβέρνησης πέραν των οικονομικών της παγκοσμιοποίησης και της λατρείας του κράτους, και διατηρώντας την γκωλική, εκκοσμικευμένη τους κληρονομιά αντιμετώπιζαν τα ηθικά και τα θρησκευτικά ζητήματα ως αυστηρώς προσωπικά, ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι την ανώμαλη προσγείωση του Fillon. Το Εθνικό Μέτωπο είναι εξίσου εκκοσμικευμένο στον ίδιο βαθμό και ακόμη λιγότερο συνεκτικό ιδεολογικά, όπου εξυπηρετούσε περισσότερο ως καταφύγιο για τα απόβλητα της Ιστορίας –συνεργάτες του Vichy, πικρόχολους pieds noirs που εκδιώχτηκαν από την Αλγερία μετά την απελευθέρωση, ρομαντικούς της Ζαν ντ’ Αρκ, αντισημίτες, ισλαμοφοβικούς, σκίνχεντς– παρά ως κόμμα με θετικό πρόγραμμα για το μέλλον της Γαλλίας. Κάποιος δήμαρχος που ήταν φίλιος προς το Εθνικό Μέτωπο κάποτε, τώρα το αποκαλεί εύστοχα «Δεξιά του Diên Biên Phu»[5].

O άλλος λόγος που η Manif  θα εξακολουθούσε να έχει σημασία για μας είναι ότι απέδειξε ότι είναι μια εμπειρία διαμόρφωσης συνείδησης για μια ομάδα οξυδερκών νέων διανοουμένων, κυρίως συντηρητικών ρωμαιοκαθολικών, που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως avant-garde αυτής της τρίτης δύναμης. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν παρουσία στα μίντια, γράφουν σε εφημερίδες όπως η Figaro και εβδομαδιαία περιοδικά όπως το Point και το Valeurs actuelles, δημοσιεύουν νέα περιοδικά και ιστοσελίδες (LimiteL’ Incorrect), εκδίδουν βιβλία, και εμφανίζονται τακτικά στην τηλεόραση. Έχουν κερδίσει την προσοχή του λαού, κι ένα αμερόληπτο βιβλίο που βολιδοσκοπεί το φαινόμενό τους μόλις έκανε την εμφάνισή του[6].

Είναι δύσκολο να ξέρουμε αν θα προκύψει κάτι σημαντικό από πολιτικής απόψεως μέσα από αυτή τη δράση, δεδομένου ότι οι πνευματικές μόδες στη Γαλλία αλλάζουν τόσο γρήγορα όσο το plat du jour [το πιάτο της ημέρας]. Το περασμένο καλοκαίρι, πέρασα αρκετό χρόνο διαβάζοντας και συναντώντας αυτούς τους νέους συγγραφείς στο Παρίσι και ανακάλυψα περισσότερο ένα οικοσύστημα παρά ένα συνεκτικό, πειθαρχημένο κίνημα. Ακόμα κι έτσι, έμεινα άναυδος με το πόσο σοβαροί είναι και με το πόσο πολύ διαφέρουν από τους Αμερικανούς συντηρητικούς. Μοιράζονται μεταξύ τους δυο βεβαιότητες: πως ένας ρωμαλεός συντηρητισμός είναι η μοναδική συνεπής εναλλακτική αυτού που αποκαλούν νεοφιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό των καιρών μας, και ότι οι πρώτες ύλες για έναν τέτοιον συντηρητισμό μπορούν να αντληθούν τόσο απ’ την Αριστερά όσο και απ’ τη Δεξιά. Ακόμη δε μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι όλοι τους είναι οπαδοί του Bernie Sanders.

O διανοητικός Oικουμενισμός αυτών των συγγραφέων είναι πρόδηλος στα άρθρα τους, τα οποία διανθίζονται με αναφορές στον George Orwell, τη μυστικίστρια συγγραφέα και αγωνίστρια Simone Weil, τον αναρχικό του 19ου αιώνα Pierre-Joseph Proudhon, τον Martin Heidegger και την Hannah Arendt, τον νεαρό Marx, τον πρώην μαρξιστή και ρωμαιοκαθολικό φιλόσοφο Alasdair Macintyre, και ιδιαίτερα τον, αριστεριστή στις πολιτικές του απόψεις και συντηρητικό σε ζητήματα κουλτούρας, Αμερικανό ιστορικό Christopher Lasch, των οποίων τα τσιτάτα –«το ξερίζωμα ξεριζώνει τα πάντα εκτός από την ανάγκη για ρίζες»– επαναλαμβάνονται σαν προσευχές μάντρα. Απορρίπτουν, όπως θα μπορούσε να προβλέψει κανείς, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους ομόφυλους γάμους και τη μαζική μετανάστευση. Απορρίπτουν εξίσου τις απορρυθμισμένες παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές Αγορές, τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τον καταναλωτισμό και τo σύμπλεγμα AGFAM (Apple-Google-Facebook-Amazon-Microsoft).

Αυτό το mélange [μίγμα] μπορεί να ακούγεται αλλόκοτο, αλλά είναι κατά πολύ περισσότερο συνεπειοκρατικό από τις θέσεις των σύγχρονων Αμερικανών συντηρητικών. Ο ηπειρωτικός συντηρητισμός, αν ανατρέξουμε πίσω στον 19ο αιώνα, βαστούσε πάντα σε μια οργανική σύλληψη της κοινωνίας. Αντιλαμβάνεται την Ευρώπη ως έναν ενιαίο Χριστιανικό πολιτισμό που συντίθεται από διαφορετικά έθνη με διακριτές γλώσσες και έθιμα. Αυτά τα έθνη συντίθενται με τη σειρά τους από οικογένειες, οι οποίες είναι επίσης οργανισμοί, με διακριτούς αλλά αλληλοσυμπληρωματικούς ρόλους και καθήκοντα για τις μητέρες, τους πατεράδες και τα παιδιά. Υπ’ αυτή την έννοια, το θεμελιώδες έργο της κοινωνίας δεν είναι να υπηρετεί τον συνωστισμό αυτονομημένων ατόμων που αξιώνουν δικαιώματα, αλλά να μεταβιβάσει τη γνώση, την ηθική και την κουλτούρα στις μελλοντικές γενεές, διαιωνίζοντας την οργανική ζωή του πολιτισμού.

Τα περισσότερα από τα επιχειρήματα αυτών των νεαρών Γάλλων συντηρητικών λαμβάνουν υπόψη αυτή την οργανική σύλληψη της κοινωνίας. Γιατί να θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση επικίνδυνη; Γιατί απορρίπτει την πολιτιστική και θρησκευτική ιδρυτική πράξη της Ευρώπης και, αντιθέτως, προσπαθεί να την επανιδρύσει πάνω στο οικονομικό συμφέρον των ατόμων. Και, όπως λένε οι ίδιοι τους, σαν να μην έφτανε αυτό, η ΕΕ έχει ενθαρρύνει τη μετανάστευση ανθρώπων από έναν διαφορετικό και ασύμβατο πολιτισμό (το Ισλάμ), ξεχειλώνοντας τους παλιούς ευρωπαϊκούς δεσμούς ακόμη περισσότερο. Συνεπώς, μακράν του να υιοθετεί τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό και μια υγιή διαφορετικότητα μεταξύ των εθνών, η ΕΕ πραγματοποιεί ένα αργό coup détat στο όνομα της οικονομικής αποδοτικότητας και της ομογενοποίησης, της συγκεντρωτικής εξουσίας των Βρυξελλών. Τέλος, με την πίεση που ασκεί σε χώρες να συμμορφωθούν σε επαχθείς δημοσιονομικές πολιτικές που το μόνο που κάνουν είναι να οφελούν τους πλούσιους, η ΕΕ απέτρεψε απ’ αυτές τις χώρες να αναλάβουν τη φροντίδα των πιο ευάλωτων πολιτών τους και να διατηρήσουν την μεταξύ τους κοινωνική αλληλεγγύη. Πλέον, κατά την άποψή τους, η οικογένεια πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, σε μια κουλτούρα που σκοπίμως αγνοεί τις ανάγκες της. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, που πανηγυρίζουν για τις οικονομικές δυνάμεις οι οποίες στραγγαλίζουν την «οικογένεια» που κατά τ’άλλα τόσο πολύ εξιδανικεύουν, οι νεαροί Γάλλοι συντηρητικοί εφαρμόζουν την οργανική οπτική τους ακόμη και στην οικονομία, υποστηρίζοντας πως η οικονομία οφείλει να υποδουλωθεί στις κοινωνικές ανάγκες.

Αυτό που θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη έκπληξη σε έναν Αμερικανό αναγνώστη είναι ο ισχυρός περιβαλλοντισμός αυτών των νεαρών συγγραφέων, οι οποίοι διασκεδάζουν την έννοια του συντηρητισμού ισχυριζόμενοι πως αυτό που πρέπει να κάνουν οι συντηρητικοί είναι, προφανώς, να συντηρήσουν. Το καλύτερό τους περιοδικό είναι το πολύχρωμο, καλοσχεδιασμένο, τετραμηνιαίο Limite, με υπότιτλο «επιθεώρηση ολοκληρωμένης οικολογίας», και δημοσιεύει μια τόσο άγρια κριτική στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά και στην οικολογική αποσύνθεση που δύσκολα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στην αμερικανική Αριστερά (καμία άρνηση τις κλιματικής αλλαγής στην περίπτωσή τους). Μερικοί από τους συγγραφείς είναι υπέρμαχοι της μηδενικής ανάπτυξης· άλλοι διαβάζουν Proudhon και πιέζουν για μια αποκεντρωμένη οικονομία από τοπικούς συνεταιρισμούς. Άλλοι έχουν εγκαταλείψει την πόλη και γράφουν για την εμπειρία τους στις οργανικές αγροκαλλιέργειες ενώ την ίδια στιγμή καταγγέλλουν την αγροβιομηχανία, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και την προαστιοποίηση της επαρχίας που είναι καθ’ όδον. Όλοι τους δείχνουν να είναι επηρεασμένοι από την εγκύκλιο Laudato si (2015) του Πάπα Φραγκίσκου, μια συνεκτική δήλωση ρωμαιοκαθολικής κοινωνικής κατήχησης για το περιβάλλον και την οικονομική δικαιοσύνη.

Aυτές οι απόψεις των νεαρών συντηρητικών για την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα, όντας βγαλμένες από τη Manif, είναι παραδοσιοκρατικές και ρωμαιοκαθολικές. Αλλά τα επιχειρήματά τους είναι αυστηρώς κοσμικού τύπου. Υποστηρίζοντας την επιστροφή σε παλαιότερες νόρμες, τονίζουν τα πραγματικά προβλήματα: τα μειωμένα ποσοστά στη δημιουργία οικογενειών, την ηλικιακή καθυστέρηση στην τεκνοποίηση, τα αυξημένα ποσοστά των μονογονεϊκών οικογενειών, την απορρόφηση των εφήβων από το πορνό και τη σύγχυση αναφορικά με τη σεξουαλικότητά τους, την εικόνα βιαστικών γονέων και παιδιών που τρώνε χωριστά την ώρα που τσεκάρουν τα κινητά τους. Όλα αυτά, ισχυρίζονται οι συντηρητικοί, είναι αποτέλεσμα του ριζοσπαστικού ατομικισμού μας, που μας τυφλώνει μπρος στην κοινωνική ανάγκη για ενδυναμωμένες και σταθερές οικογένειες. Βέβαια, αυτό που δεν μπορούν να δουν αυτοί οι νεαροί Καθολικοί είναι ότι τα γκέι ζευγάρια που θέλουν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά αναζητούν να δημιουργήσουν τέτοιες οικογένειες και να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες τους στις επόμενες γενεές. Δεν υπάρχει πλέον κανένα ένστικτο συντήρησης.

Ορισμένες νεαρές γυναίκες προωθούν αυτό που αποκαλούν «εναλλακτικό φεμινισμό» [“alter-feminism”] που απορρίπτει αυτό που θεωρούν ως «φετιχισμό της καριέρας» του σύγχρονου φεμινισμού, που εν αγνοία του ενισχύει την καπιταλιστική ιδεολογία όπου η υποδούλωση στα αφεντικά θεωρείται ελευθερία. Δεν υποστηρίζουν επ’ ουδενί ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να μείνουν κλεισμένες στο σπίτι αν οι ίδιες δεν το επιθυμούν· αντιθέτως, πιστεύουν ότι οι γυναίκες χρειάζονται μια πιο ρεαλιστική εικόνα για τους εαυτούς τους από αυτές που τους προσφέρει ο σύγχρονος καπιταλισμός και φεμινισμός. Η Marianne Durano, στο πρόσφατο βιβλίο της Mon corps ne vous appartient pas [Το σώμα μου δεν σας ανήκει], το θέτει ως εξής:

«Είμαστε θύματα μιας κοσμοαντίληψης στην οποία υποτίθεται θα πρέπει να εκπληρώσουμε όλες τις προσδοκίες μας μέχρι την ηλικία των 25, κατόπιν να δουλεύουμε σαν δαιμονισμένες από τα 25 μέχρι τα 40 (ηλικία που βρίσκεται στον απόπατο της επαγγελματικής χωματερής) και να αποφεύγουμε τις δεσμεύσεις ή την τεκνοποίηση πριν τα 30 μας. Όλα αυτά βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τους ρυθμούς της γυναικείας ζωής».

H Eugénie Bastié, μια έτερη εναλλακτική φεμινίστρια, στρέφεται εναντίον της Simon de Beauvoir στο βιβλίο της Audieu madermoiselleΕξυμνεί το πρώτο ρεύμα του φεμινιστικού αγώνα για την επίτευξη ίσων νομικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες, αλλά ασκεί κριτική στη Beauvoir και τις μεταγενέστερες Γαλλίδες φεμινίστριες για την «αποσωματοποίηση» των γυναικών, που τις αντιμετωπίζουν μόνο ως σκεπτόμενα και επιθυμητικά όντα, αλλά όχι ως αναπαραγωγικά, πράγμα που σημαίνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, κάποια στιγμή θα επιθυμήσουν να έχουν συζύγους και να κάνουν οικογένειες.

Ό,τι σκέψεις κι αν κάνουμε γι’ αυτές τις συντηρητικές ιδέες αναφορικά με την κοινωνία και την οικονομία, οι ίδιες συγκροτούν μια συνεκτική κοσμοαντίληψη. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την κατεστημένη ευρωπαϊκή Αριστερά και Δεξιά των ημερών μας. Η Αριστερά αντιμάχεται την ανεξέλεγκτη ρευστότητα της παγκόσμιας οικονομίας και θέλει να τη χαλιναγωγήσει προς όφελος των εργατών, ενώ την ίδια στιγμή πανηγυρίζει για τη μετανάστευση, την πολυπολιτισμικότητα και τους ρευστούς έμφυλους ρόλους, πράγματα που ένα μεγάλο μέρος των εργατών απορρίπτει. Η κατεστημένη Δεξιά αντιστρέφει αυτές τις θέσεις, αποκηρύσσοντας την ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων εις το όνομα μιας σταθεροποιημένης κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή προωθεί την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου, η οποία κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Αυτοί οι Γάλλοι συντηρητικοί ασκούν κριτική στην ανεξέλεγκτη ρευστότητα τόσο στη νεοφιλελεύθερη, όσο και στην κοσμοπολίτικη εκδοχή της.

Αλλά τί είναι αυτό ακριβώς που αντιπροτείνουν; Όπως οι μαρξιστές στο παρελθόν ήταν ασαφείς ως προς το τι πραγματικά συνεπάγεται ο κομμουνισμός, οι συντηρητικοί του σήμερα φαίνονται λιγότερο ανήσυχοι στο να ορίσουν την τάξη πραγμάτων που έχουν στο μυαλό τους, και περισσότερο στο να εργαστούν πάνω σ’ αυτήν ώστε να την εγκαθιδρύσουν. Μολονότι είναι απλώς μια μικρή ομάδα ανθρώπων χωρίς λαϊκό έρεισμα, ήδη διερωτούνται γύρω από μεγάλα στρατηγικά ζητήματα (το νόημα των μικρών περιοδικών είναι να σκέφτονται μεγαλειωδώς). Θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τις οργανικές σχέσεις μεταξύ ατόμων και οικογενειών, οικογενειών και εθνών, εθνών και πολιτισμού; Κι αν ναι, τότε πώς; Διαμέσου της άμεσης πολιτικής δράσης; Μέσω της αναζήτησης της πολιτικής εξουσίας απευθείας; Ή μέσω της εύρεσης ενός τρόπου ώστε να μετασχηματίσουμε σταδιακά τη δυτική κουλτούρα εκ των έσω, ως πρελούδιο εγκαθίδρυσης μιας νέας πολιτικής; Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους συγγραφείς θεωρούν ότι πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να αλλάξουμε μυαλά. Γι’ αυτό και δεν αντέχουν να τελειώσουν ένα άρθρο, ή ακόμα και το φαΐ τους, χωρίς αναφορά στον Antonio Gramsci.

O Gramsci, ένας εκ των ιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, απεβίωσε το 1937 μετά από πολυετή κάθειρξη στις φυλακές του Μουσολίνι, και άφησε πίσω του στοίβες σημειωματάριων με σκέψεις καρποφόρες πάνω στην πολιτική και την κουλτούρα. Τον θυμόμαστε σήμερα πρωτίστως για την έννοια της «πολιτισμικής ηγεμονίας» [egemonia culturale] – την ιδέα ότι ο καπιταλισμός δεν αυτοσυντηρείται μονάχα από τις σχέσεις των παραγωγικών δυνάμεων, όπως νόμιζε ο Μαρξ, αλλά εξίσου από τις εικασίες σε ζητήματα κουλτούρας οι οποίες λειτουργούν προβοκατόρικα, αποδυναμώνοντας τη βούληση για αντίσταση. Η εμπειρία του με τους Ιταλούς εργάτες τον έπεισε ότι αν δεν απελευθερωθούν από τα πιστεύω του καθολικισμού αναφορικά με την αμαρτία, την πίστη και την αυθεντία, τότε δεν θα ξεσηκώνονταν ποτέ να κάνουν επανάσταση. Αυτό εξηγούσε την αναγκαιότητα για μια νέα τάξη στρατευμένων διανοούμενων που θα λειτουργούσαν ως αντι-ηγεμονική δύναμη προκειμένου να υποσκάψουν την κυρίαρχη κουλτούρα και να δώσουν σχήμα σε μια εναλλακτική με σκοπό να μετακινηθούν προς τα εκεί οι εργάτες.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι αυτοί οι νεαροί συγγραφείς έφτασαν εκεί που είναι μέσα από τα πολύτομα Τετράδια της Φυλακής του Γκράμσι. Αντιθέτως, τον επικαλούνται σαν ένα είδος φυλαχτού για συζήτηση, έτσι ώστε να αναδείξουν ότι όσοι απ’ αυτούς γράφουν ή ομιλούν είναι αγωνιστές της κουλτούρας, όχι απλώς παρατηρητές. Αλλά, τί θα προϋπέθετε πράγματι μια αντι-ηγεμονία; Μέχρι στιγμής, το μόνο που έκανα είναι να σκιαγραφήσω αυτούς τους νεαρούς συντηρητικούς, πιθανόν λιγάκι αποστειρωμένα, ως ανθρώπους που μοιράζονται μια γενική αντίληψη και ένα σύνολο αρχών. Αλλά μόλις εμφανιστεί το παλιό ερώτημα του Λένιν –Τί να κάνουμε;– σημαντικές και επακόλουθες αποκλίσεις μεταξύ τους γίνονται εμφανείς. Δυο στυλ συντηρητικής στράτευσης φαίνονται να αναπτύσσονται.

Αν διαβάσετε κάποιο περιοδικό παραπλήσιο του Limite, θα μείνετε με την εντύπωση ότι η συντηρητική αντι-ηγεμονία θα εμπειριείχε την απόδραση απ’ το αστικό κέντρο για μια μικρότερη πόλη ή κάποιο χωριό, την εμπλοκή στα τοπικά σχολεία, τους δήμους και τις περιβαλλοντικές ενώσεις, και ιδιαίτερα το μεγάλωμα των παιδιών με συντηρητικές αξίες – με άλλα λόγια, το παράδειγμα ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής. Αυτός ο οικολογικός συντηρητισμός εμφανίζεται ανοιχτός, γενναιόδωρος και ριζωμένος στην καθημερινή ζωή, όπως και στα παραδοσιοκρατικά κοινωνικά διδάγματα του καθολικισμού.

Αλλά αν δείτε δημοσιεύσεις όπως στην καθημερινή Figaro, το περιοδικό Valeurs Actuelles, και ειδικότερα το εριστικό L’ Incorrect, θα μείνετε με μια εντελώς διαφορετική εντύπωση. Εκεί ο συντηρητισμός είναι επιθετικός, απορρίπτει τη σύγχρονη κουλτούρα και επικεντρώνεται στη διεγαγωγή ενός Kulturkampf [πολιτισμικού αγώνα] εναντίον της γενιάς του 1968, κατάσταση που παίρνει εμμονικές διαστάσεις. Όπως το θέτει στο L’ incorrect ο Jacques de Guillebon, ο τριανταεννιάχρονος υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού: «Οι νόμιμοι κληρονόμοι του ’68… θα καταλήξουν στα αφοδευτήρια της σισ-τζέντερ[7], διαφυλετικής, κυανομαλλούσας βαρεμάρας τους… Το τέλος πλησιάζει». Και για να προκληθεί αυτό το τέλος, ένας άλλος συγγραφέας πρότεινε ότι «χρειαζόμαστε μια Δεξιά με αληθινό πρόταγμα που θα είναι επαναστατικό, ταυτοτικό, αντιδραστικό, ικανή να προσελκύσει τις εργατικές και μεσαίες τάξεις». Αυτή η ομάδα, αν και δε δηλώνει φανερά ότι είναι ρατσιστική, τρέφει βαθύτατες υποψίες για το Ισλάμ, κάτι το οποίο δεν χαρακτηρίζει τους συγγραφείς του Limite. Δεν είναι μόνο απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ, ή στη συμπεριφορά των μουσουλμάνων αντρών εναντίον των γυναικών, ή στην άρνηση ορισμένων μουσουλμάνων μαθητών να διδαχτούν τη θεωρία της εξέλιξης –όλα αυτά είναι γνήσιοι προβληματισμοί– αλλά ακόμη και στο μετριοπαθές, το αφομοιωμένο Ισλάμ[8].

Όλη αυτή η μεγάλη συζήτηση περί ενός ανοιχτού πολιτισμικού πολέμου θα ήταν ανάξια αναφοράς, αλλά είναι πλέον που κάποια σαν την Marion Maréchal έχει στήσει αυτί στην πολεμική πτέρυγα αυτής της ομάδας. Παλιότερα ήταν δύσκολο να τοποθετήσουμε κάπου στον ιδεολογικό χάρτη τη Marion. Ήταν πιο συντηρητική σε κοινωνικά ζητήματα απ’ την ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, αλλά και πιο νεοφιλελεύθερη σε οικονομικά ζητήματα. Αυτό έχει αλλάξει. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στο CPAP, μίλησε με όρους πολιτισμικού πολέμου, αναφέροντας τη Manif ως παράδειγμα της ετοιμότητας των νεαρών Γάλλων συντηρητικών να «πάρουν πίσω την χώρα τους». Και περιέγραψε τους σκοπούς τους σύμφωνα με τη γλώσσα του κοινωνικού οργανικισμού:

«Χωρίς το έθνος, χωρίς την οικογένεια, χωρίς τα όρια του κοινού αγαθού, το φυσικό δίκαιο και η συλλογική ηθική εξαφανίζονται καθώς το βασίλειο του εγωισμό συνεχίζει. Σήμερα μέχρι και τα παιδιά έχουν γίνει εμπορεύματα. Ακούμε στα δημόσια ντιμπέιτ ότι έχουμε το δικαιώμα να παραγγείλλουμε ένα παιδί από τον κατάλογο, ότι έχουμε το δικαίωμα να νοικιάσουμε τη μήτρα μιας γυναίκας… Αυτή είναι η ελευθερία που θέλουμε; Όχι. Δεν θέλουμε αυτόν τον εξατομικευμένο κόσμο των ατόμων χωρίς φύλο, χωρίς πατέρες, χωρίς μητέρες, και χωρίς έθνος».

Και μετά συνεχίζει με γκραμσιανή διάθεση:

«Ο αγώνας μας δεν μπορεί να λάβει μέρος μόνο στις εκλογές. Πρέπει να επικοινωνήσουμε τις ιδέες μας στα μίντια, τον πολιτισμό, την παιδεία και να σταματήσουμε την κυριαρχία των φιλελεύθερων και των σοσιαλιστών. Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε τους ηγέτες του αύριο, αυτούς που θα έχουν το κουράγιο, το πείσμα και τις ικανότητες να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του λαού τους».

Κι έπειτα τους άφησε όλους άφωνους στη Γαλλία όταν ανακοίνωσε ενώπιον ενός αμερικανικού κοινού ότι θα ίδρυε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο ακριβώς για να πραγματοποιήσει τα λεγόμενά της. Τρεις μήνες μετά άνοιξε στη Λυών το Ινστιτούτο Κοινωνικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (ISSEP) με σκοπό, όπως αναφέρει η ίδια η Marion, τον εκτοπισμό της κουλτούρας που κυριαρχεί στο «νομαδικό, παγκοσμιοποιημένο, εκριζωμένο φιλελεύθερο σύστημα». Είναι βασικά μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, αλλά υποθετικά θα προσφέρει σπουδαία βιβλία και διαλέξεις στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την ιστορία και τη ρητορική, καθώς και πρακτικά μαθήματα πάνω στη διοίκηση και στον «πολιτικό και πολιτισμικό αγώνα». Υπεύθυνος του προγράμματος σπουδών είναι ο Jacques de Guillebon.

Πολύ λίγοι Γάλλοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι απ’ αυτούς που ξέρω παίρνουν στα σοβαρά αυτό το διανοητικό γίγνεσθαι. Προτιμούν να καλουπώνουν αυτούς τους νεαρούς συντηρητικούς και τα περιοδικά τους στους εκούσιους ή ακούσιους στρατιώτες της καμπάνιας της Marine Le Pen για την «αποδαιμονοποίηση» του Εθνικού Μετώπου, απ’ το να τους αντιμετωπίσουν ως δυνητική τρίτη δύναμη. Θαρρώ πως κάνουν λάθος που δεν δίνουν σημασία, όπως ακριβώς έκαναν λάθος στο να μην πάρουν στα σοβαρά την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς αλά Ρήγκαν και Θάτσερ πίσω στη δεκαετία του ’80. Η Αριστερά έχει μια παλιά, κακιά συνήθεια να υποτιμά τους αντιπάλους της και να αιτιολογεί τις ιδέες τους ως απλό καμουφλάζ για ποταπά ήθη και πάθη. Αυτά τα ήθη και πάθη μπορεί να υπάρχουν όντως, αλλά οι ιδέες έχουν μια αυτόνομη δύναμη να τους δίνουν σχήμα και διεξόδους, να τα απαλύνουν και να τα πυροδοτούν.

Κι αυτές οι συντηρητικές ιδέες θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις και έξω απ’ τα σύνορα της Γαλλίας. Μια πιθανότητα θα ήταν ότι ένας ανανεωμένος, πιο κλασσικός οργανικός συντηρητισμός θα λειτουργούσε σαν μετριοπαθής δύναμη στις στρεσαρισμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Είναι αρκετοί αυτοί που έχουν μπαφιάσει με τις δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, εκνευρίζονται με την ανικανότητα των κυβερνήσεών τους να ελέγξουν τις ροές της παράνομης μετανάστευσης, τους τη δίνουν οι κανόνες της ΕΕ και αρνούνται να συμμορφωθούν με την ταχύτατη αλλαγή του ηθικού κώδικα αναφορικά με ζητήματα όπως είναι η σεξουαλικότητα. Μέχρι στιγμής, τέτοιου είδους ανησυχίες εκφράζονταν, και κατόπιν γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, από ακροδεξιούς λαϊκιστές δημαγωγούς. Αν ένα τμήμα του εκλογικού σώματος ονειρεύεται απλά να ζήσει σε έναν πιο σταθερό, λιγότερο ρευστό κόσμο, τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά –άνθρωποι που δεν τρέφουν απαραίτητα κάποιον ξενοφοβικό αντι-ελιτισμό–, τότε ένα μετριοπαθές συντηρητικό κίνημα θα λειτουργούσε ως προμαχώνας εναντίον του μένους της εναλλακτικής Δεξιάς [alt-Right] με το να δώσει έμφαση στην παράδοση, την αλληλεγγύη και τη φροντίδα του πλανήτη.

Ένα άλλο σενάριο είναι ότι η επιθετική μορφή του συντηρητισμού που μπορούμε εξίσου να εντοπίσουμε στη Γαλλία θα λειτουργούσε ως ένα ισχυρό εργαλείο για την οικοδόμηση ενός πανευρωπαϊκού αντιδραστικού, χριστιανικού εθνικισμού σύμφωνα με τη γραμμή που έδωσε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Charles Maurras, o Γάλλος αντισημίτης υπέρμαχος του «ολοκληρωτικού εθνικισμού», που έγινε ο ιθύνων νους του καθεστώτος του Vichy. Είναι ένα πράγμα το να πείσει κανείς τους ηγέτες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης ότι έχουν κοινά πρακτικά συμφέροντα και ότι θα πρέπει να συνεργαστούν, όπως προσπαθεί να κάνει ο Steve Bannon. Και είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα, πολύ πιο επικίνδυνο, το να φανταστεί κανείς αυτούς τους ηγέτες να έχουν στη διάθεσή τους μια αναπτυγμένη ιδεολογία για την επιστράτευση νεαρών στελεχών και πολιτισμικών ελίτ και τη διασύνδεσή τους σε ηπειρωτικό επίπεδο για κοινή πολιτική δράση.

Αν δεν είναι ήδη τα μάτια των Γάλλων στραμμένα πάνω στην Marion, τότε θα έπρεπε. Η Marion δεν είναι ο παππούς της, αν και τον υπερασπίζεται εντός της σαπουνοπερικής οικογένειας των Le Pen. Ούτε είναι η θεία της, η οποία είναι άξεστη και διεφθαρμένη, και της οποίας η προσπάθεια να μακιγιάρει το κόμμα της οικογένειάς της έχει αποτύχει. Ούτε, πιστεύω, ότι θα προσδέσει τις τύχες της στο γέννημα του Εθνικού Μετώπου, τον Εθνικό Συναγερμό. O Emmanuel Macron έχει αποδείξει ότι ένα «κίνημα» που περιφρονεί τον κλασικό κομματικό σχηματισμό μπορεί να κερδίσει τις εκλογές στη Γαλλία (αν και πιθανόν δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει και να επανεκλεγεί). Αν η Marion πρόκειται να ξεκινήσει ένα τέτοιο κίνημα και καταφέρει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της όπως έκανε και ο Macron, τότε θα μπορούσε επιτυχώς να συσπειρώσει τη Δεξιά ενώ σε προσωπικό επίπεδο θα διαφαίνεται ότι την υπερβαίνει. Και τότε θα ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με κυβερνώντα δεξιά κόμματα σε άλλες χώρες.

Η σύγχρονη ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι ιδέες που προωθούν αινιγματικοί διανοούμενοι οι οποίοι γράφουν σε μικρά περιοδικά έχουν έναν τρόπο να ξεφεύγουν από τις καλοκάγαθες προθέσεις των υπερασπιστών τους. Δύο είναι τα μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε από αυτή την ιστορία όταν διαβάζουμε αυτούς τους νεαρούς δεξιούς Γάλλους διανοούμενους. Πρώτον, μην εμπιστεύεστε τους βιαστικούς συντηρητικούς. Δεύτερον, φρεσκάρετε τον Γκράμσι σας.


Mark Lilla, “Two Roads for the New French Right”, The New York Review of Books, τχ. 20, Δεκέμβριος 2018.

[1] Το περασμένο καλοκαίρι, τόσο αυτή όσο και το Εθνικό Μέτωπο άλλαξαν τα ονόματά τους. Αυτή, άφησε στην άκρη το Le Pen και προτιμά να την αποκαλούν απλώς Marion Maréchal. Εν τω μεταξύ, η θεία της, έχει επισήμως μετονομάσει το κόμμα τηςΕθνικό Συναγερμό [Rassemblement National]. Στη γαλλική πολιτική αργκό, rassembler σημαίνει τη συσπείρωση και την ένωση ανθρώπων για έναν κοινό σκοπό, κάτι παραπλήσιο μ’ αυτό που στα αμερικανικά αποκαλούμε «big tent».

[2] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

[3] Σ.τ.μ.: Το πολιτικό κόμμα των Ρεπουμπλικανών (Les Républicains) δημιουργήθηκε το 2015 ως μετεξέλιξη και μετονομασία του κόμματος Union pour un mouvement populaire του οποίου ιδρυτής υπήρξε ο Jacques Chirac, ενώ τελευταίος Πρόεδρος του UMP υπήρξε και ο Nikolas Sarkozy ο οποίος είχε κινήσει και τις διαδικασίες το 2014 για τον μετασχηματισμό του κόμματος.

[4] Σ.τ.μ.: Αμερικανός δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος και λομπίστας. Από το 2016 συμμετείχε στην ομάδα συμβούλων του Donald Trump για τις προεδρικές εκλογές.

[5] Σ.τ.μ.: Αναφορά στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου κατά τον Πόλεμο της Ινδοκίνας (1946 – 1954) μεταξύ των γαλλικών αποικιακών στρατευμάτων και του Εθνικού Στρατού του Βιετνάμ, απ’ τη μια, και του Λαϊκού Στρατού του Βιετνάμ και των Βιετμίνχ απ’ την άλλη. Ο Πόλεμος της Ινδοκίνας κατέληξε στην πανωλεθρία του αποικιακού στρατού των Γάλλων και, μαζί με τις εξεγέρσεις στην Αλγερία, άνοιξε τη συζήτηση για την αποαποικιοποίηση των υπερπόντιων περιοχών που υπάγονταν στη République.

[6] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

[7] Σ.τ.μ.: «Cisgender», όρος που υποδηλώνει τα άτομα που νιώθουν άνετα, οικεία και αυθεντικά με το φύλο τους.

[8] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ResPublica.gr εδώ.

This entry was posted in Mark Lilla and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε