Δημοσίευση προλόγου από το βιβλίο «Ο Συντηρητισμός στην Ελλάδα» (εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2023)

Εδώ αναρτάται ο πρόλογος του βιβλίου. Οι αριθμοί στις αγκύλες δηλώνουν τον αριθμό της σελίδας της έντυπης έκδοσης. Οι παραπομπές βρίσκονται στο τέλος του κειμένου της έντυπης έκδοσης (σελίδες 15-16).

Ο παρών τόμος αφιερώνεται στη μνήμη του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Αντώνη Ζέρβα (1953-2022), ενός συγγραφέα που μετείχε της σύγχρονης πνευματικής συνείδησης και ταυτόχρονα συνομίλησε με την εθνική ιδέα.

Πρόλογος

Δίδασκα, λοιπόν, τους μαθητές μου, περισσότερο με το παράδειγμα παρά με τον αφηρημένο κανόνα, ότι δεν έπρεπε ποτέ να αποδέχονται καμμία κριτική οποιασδήποτε φιλοσοφίας που μπορούσαν να ακούσουν ή να διαβάσουν, χωρίς να πεισθούν με μελέτη από πρώτο χέρι ότι αυτή ήταν όντως η φιλοσοφία που ερμηνευόταν                                                                                                            

R. G. Collingwood, Μία αυτοβιογραφία, Ίνδικτος, Αθήναι 2007

[9] Η θετική αξιολογικά χρήση του όρου συντηρητισμός στην ελληνική δημόσια σφαίρα υπήρξε ανέκαθεν περιθωριακή. Στον δημόσιο διάλογο, η έννοια του συντηρητισμού χρησιμοποιείται κυρίως από τους αντιπάλους του, οι οποίοι, βέβαια, με την σειρά τους αρέσκονται να ανακαλύπτουν συντηρητικές θέσεις ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχουν. Ήδη από την δεκαετία του ’90, η δημοσκοπική απεικόνιση της μεγάλης εμπιστοσύνης των Ελλήνων στην Εκκλησία και στον στρατό ήταν συχνά η αφορμή για δεκάρικους προοδευτικών εφημερίδων για τη διαφαινόμενη άνοδο συντηρητικών νοοτροπιών στην Ελλάδα. Συγχρόνως, ο όρος δεν διεκδικούνταν από κανέναν. Κανείς, εκτός από μεμονωμένες φωνές, δεν αυτοκατανοούνταν ως συντηρητικός, ακόμη κι αν, από άποψη περιεχομένου των ιδεών, θα είχε κάθε λόγο να το κάνει. Ο στιγματισμός – γιατί ως τέτοιος λάμβανε χώρα – του αντιπάλου ως συντηρητικού [10] εξασφάλιζε τη σίγουρη νίκη ενώπιον ενός κοινού που, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να υιοθετήσει ποικίλες παρδαλόχρωμες ταυτότητες εκτός από αυτήν του συντηρητικού. 

Φυσικά τα παραπάνω είναι ευεξήγητα και οφείλονται σε παράγοντες που λειτουργούν στην μακρά διάρκεια, αλλά και στα όσα έλαβαν χώρα κατά την μεταπολιτευτική περίοδο. Δεν είναι εδώ τόπος για να γίνει μία εξαντλητική ανάλυση των παραγόντων, αλλά θα μπορούσε να επισημανθεί ένας από αυτούς που βρίσκεται στο κέντρο του νεοελληνικού κοινωνικού φαντασιακού. Πρόκειται για την αντίληψη ότι ο ελληνισμός εξέπεσε της προγονικής δόξας, και ότι, τώρα καλείται να εναρμονίσει τον βίο του με τα εκσυγχρονισμένα ευρωπαϊκά έθνη που επέχουν θέση προτύπου. Αλλά κι αν ακόμη εμφανίστηκαν τάσεις που ήθελαν την επιστροφή στο κλέος του όποιου παρελθόντος, δίχως αναφορά στη Δύση, τότε, και πάλι, το παρόν εμφανιζόταν πάντοτε λειψό, πάντοτε να υπολείπεται. Σε μία κοινωνία που χαρακτηρίζεται, στα χρόνια της ύπαρξης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, από την παραμόνιμη μέριμνα να φθάσει το επίπεδο διαβίωσης των ευρωπαϊκών κρατών και συγχρόνως να αφήσει πίσω της το παρελθόν της «Ψωροκώσταινας», ήταν εύλογο η λέξη συντηρητισμός να της γεννά την αποστροφή. Η ενδιάθετη αυτή τάση, έγινε ακόμη πιο ισχυρή κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, μετά δηλαδή τον ραγδαίο εξαστισμό της μεταπολεμικής περιόδου. Η Ελλάδα έπρεπε να απομακρυνθεί από ό,τι θύμιζε το «καθεστώς της δεξιάς», το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, ευθυνόταν για όλες τις αδράνειες και καθυστερήσεις του παρελθόντος· και όχι μόνον.

Μετά από δεκαετίες κυριαρχίας του προοδευτικού λόγου, κι αφού μεσολάβησε μία χρεοκοπία, η οποία τάραξε συθέμελα [11] την ελληνική κοινωνία, έκανε την ορμητική εμφάνισή του ένας λόγος, ο οποίος διακινούνταν στο παρελθόν σπερματικά, και ο οποίος ασκούσε κριτική στη λογική και στις πρακτικές των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν πρέπει όμως να εμμένουμε μονάχα στις οφθαλμοφανείς, πρόδηλες μετατοπίσεις. Προηγουμένως, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, είχε γίνει αντιληπτό ότι η διαιρετική τομή «λαός και δεξιά» είχε αρχίσει να πνέει τα λοίσθια. Για τούτο και η κυβέρνηση Σημίτη, μέσα από την μεθόδευση της σύγκρουσης γύρω από τις ταυτότητες, προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μία νέα: από τη μία πλευρά οι εκσυγχρονιστές, και από την άλλη, οι παραδοσιοκράτες. Η Νέα Δημοκρατία δεν υπέπεσε στο σφάλμα να εμπλακεί στο ψευδοδίλημμα ως ο έτερος πόλος, και ο όλη απόπειρα απέτυχε. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 2004 δεν υπήρξε απόρροια της βούλησης για μία απλή κυβερνητική αλλαγή, αλλά η προσδοκία της συνολικής αλλαγής μιας καθεστηκυίας τάξης που εξέφραζε χυδαία τον πελατειασμό, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη νεόπλουτη έπαρση, ένα καθεστώς το οποίο μετά από μία αδιατάρακτη κυριαρχία 23 ετών – με ένα τριετές διάλειμμα που η κοινωνικοπολιτική πόλωση ήταν στην ημερήσια διάταξη και η  αξιωματική αντιπολίτευση έδειχνε τη δύναμή της σε όλα τα κοινωνικά πεδία – δεν μπορούσε πλέον να μεταθέτει τις ευθύνες ούτε στους πολιτικούς του αντιπάλους, ούτε στο παρελθόν. Η θλιβερή διακυβέρνηση του 2004-2009 δεν ικανοποίησε τα αιτήματα της κοινωνίας ούτε στο ελάχιστο· όχι μόνον δεν ανέκοψε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά συμμορφώθηκε με την υφιστάμενη δυναμική, αν δεν την ενέτεινε. Συνεπώς, οι αξιώσεις για τον σχηματισμό μίας νέας πολιτικής ηγεμονίας έμειναν δίχως πολιτική έκφραση.

[12] Η χρεοκοπία του 2010, και τα συνακόλουθα μνημόνια, η μεταναστευτική κρίση του 2015/16 αλλά και η, εκ μέρους της Τουρκίας, απόπειρα αποσταθεροποίησης της χώρας το 2020, με εργαλείο το μεταναστευτικό, η διαρκής κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 2020 έως σήμερα, οδήγησαν μερικώς στην αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αρχίζει πλέον να αντιλαμβάνεται ότι ανήκει σε μία εθνική συλλογικότητα, ότι συγκροτεί έθνος. Συγχρόνως, οι διεθνείς εξελίξεις με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, την άνοδο των λεγόμενων ακροδεξιών ή λαϊκιστικών κομμάτων, δοκιμάζουν το consensus που είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του 1990. Οι κοινωνίες θέτουν στο επίκεντρο συντηρητικές ιδέες, που είναι πράγματι τέτοιες ή θεωρούνται, συμβατικά, ως τέτοιες. Όταν όμως τίθενται συντηρητικές ιδέες στον δημόσιο διάλογο μετά από μία τουλάχιστον τριακονταετή φίμωσή τους, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας,  είναι εύλογο αυτές που κυκλοφορούν να μην έχουν υποστεί την αρμόζουσα εκλέπτυνση. Ο εξοβελισμός των συντηρητικών ιδεών από τη δημόσια σφαίρα και η λαθρόβια ή υπό μεταμφίεση διακίνησή τους, έχει οδηγήσει μία ολόκληρη παράταξη στην αδυναμία άρθρωσης ενός σύγχρονου συντηρητικού λόγου. Υπό την έποψη αυτή, δεν είναι τυχαία είτε η διάδοση γραφικών αντιλήψεων ενός κατ’ όνομα συντηρητισμού, είτε η υιοθέτηση σχημάτων σκέψης ενός χονδροκομμένου αμερικάνικου συντηρητισμού, ο οποίος ελάχιστη σχέση έχει με τις εγχώριες πραγματικές ανάγκες και συλλογικές νοοτροπίες.

Η ισχνή παρουσία ενός εκλεπτυσμένου θεωρητικού συντηρητικού λόγου που, με την σειρά του, θα τροφοδοτούσε τον δημόσιο διάλογο εκφράζεται με ενάργεια στην εκδοτική [13] κίνηση των ιδεών. Η «βίβλος» του ευρωπαϊκού συντηρητισμού, το έργο του Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke) Στοχασμοί για την Επανάσταση στην Γαλλία μεταφράζεται, για πρώτη φορά στα ελληνικά, μόλις το 2010.1 Προηγουμένως, είχε μεταφραστεί συλλογή κειμένων του  Ζοζέφ ντε Μαιστρ (Joseph de Maistre) γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση.2 Το 2015 εκδίδεται η διεξοδική εργασία του Παναγιώτη Κονδύλη για τον Συντηρητισμό.3 Πρόκειται για μία επιστημονική εργασία, η οποία διέπεται από αξιολογική ελευθερία, και η οποία χαρτογραφεί το ιστορικό περιεχόμενο του συντηρητισμού στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει την εμφάνισή τους εκδόσεις έργων Βρετανών συντηρητικών· πρόκειται για τους Ρότζερ Σκρούτον (Roger Scruton) και Μάικλ Όουξοτ (Michael Oakeshott).4 Τα όσα προηγήθηκαν δεν εξαντλούν την κίνηση των συντηρητικών ιδεών στην Ελλάδα αλλά τονίζουν ορισμένες εμβληματικές εκδόσεις, ενώ συντηρητικές ιδέες δύνανται να ανευρεθούν είτε σε συγγραφείς που δεν αυτοκατανοούνται ως συντηρητικοί είτε σε συγγραφείς που είναι εκπρόσωποι ενός συντηρητικού φιλελευθερισμού. Ως προς τον ελληνικό συντηρητισμό, έχουμε ελάχιστες επιστημονικές εργασίες οι οποίες διαπνέονται κατά κύριο λόγο από ένα αντι-συντηρητικό πνεύμα. Με τούτο δεν εννοούμε ότι η μελέτη ενός φαινομένου έχει ως προϋπόθεση την προσέγγιση του επί τη βάσει μιας θετικής προκατανόησης, ούτε με «απροκατάληπτη» διάθεση, η οποία είναι μάλλον δισεπίτευκτη, αν είναι ολωσδιόλου εφικτή.5 Πρόκειται όμως, συχνά, για έρευνα που δεν έχει υποβάλλει σε εξέταση τις ίδιες τις προσχηματισμένες ιδέες του ερευνητή.6

Ο ανά χείρας τόμος αποτελεί πρωτοβουλία του Ινστιτούτου [14] Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ) και συνιστά μία απόπειρα να τεθεί το ζήτημα του ελληνικού συντηρητισμού στην προοπτική της κατανόησής του πρωτίστως. Στο πρώτο κείμενο του τόμου, ο Κώστας Ιορδανίδης αναφέρεται στο ζήτημα του συντηρητισμού εν γένει. Στο δεύτερο, ο Λεωνίδας Σταματελόπουλος προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα αν ο ελληνικός συντηρητισμός είναι υπαρκτό μέγεθος. Κατόπιν, στο τρίτο κείμενο, ο Ιωάννης Λάμπρου προτάσσει ένα κανονιστικό νόημα του εγχώριου συντηρητισμού. Έπειτα, ο Βαγγέλης Κούμπουλης, μέσα από εστιασμένη αρχειακή έρευνα, καταδεικνύει ότι η εθνικοφροσύνη υπήρξε ένα αίτημα «από τα κάτω». Στο πέμπτο κείμενο του τόμου, ο Ιωάννης Φίλανδρος αναδεικνύει την πνευματική και πολιτική στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η οποία μπορεί να ειδωθεί ως προπομπός κατοπινών εξελίξεων στον χώρο της κεντροδεξιάς. Ο τόμος κλείνει με την εργασία του Άγγελου Χρυσόγελου, η οποία είναι μία στοχαστική προσέγγιση γύρω από το συντηρητικό/κεντροδεξιό κόμμα σε ειδικότερη αναφορά προς τη Νέα Δημοκρατία.  

Οι επιμελητές της έκδοσης

Λεωνίδας Σταματελόπουλος

Ιωάννης Σ. Λάμπρου

Άγγελος Χρυσόγελος


  1. Burke, Edmund, Στοχασμοί για την Επανάσταση στην Γαλλία, μτφρ.-επιμ.-εισ.: Χρήστος Γρηγορίου, Σαββάλας, Αθήνα 2010. ↩︎
  2. Joseph de Maistre, Κατά της Γαλλικής Επαναστάσεως, μτφρ.: Τάκης Αθανασόπουλος, Καστανιώτης, Αθήνα 1999 [ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι Ecrits sur la Révolution]. Το βιβλίο εκδόθηκε στη σειρά των εκδόσεων Καστανιώτη που διηύθυνε ο αείμνηστος Κωστής Παπαγιώργης. ↩︎
  3. Κονδύλης, Παναγιώτης, Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015 [1η έκδοση στα γερμανικά, το 1986] . ↩︎
  4. Τα έργα του Ρότζερ Σκρούτον που έχουν εκδοθεί είναι τα ακόλουθα: Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί. Διανοούμενοι της νέας Αριστεράς, Επίκεντρο, Αθήνα -Θεσσαλονίκη 2018, επίσης το Πώς να (μην) είστε συντηρητικοί, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2022 και το Περί της ανθρώπινης φύσης, Leader Books, Αθήνα 2022. Στην περίπτωση του Όουξοτ έχουμε την μετάφραση του Διαλέξεις για την ιστορία της πολιτικής σκέψης, Τόπος, Αθήνα 2020 αλλά το σημαντικότερο για την ενασχόληση με την συντηρητική σκέψη είναι το έργο του Παντελή Λέκκα, “Ο Πύργος της Βαβέλ” του Μάϊκλ Όουξοτ. Ερμηνεία ενός φιλοσοφικού διηγήματος, Τόπος, Αθήνα 2022. Πολύ σημαντικό για το πλήθος των αναφορών σε συντηρητικούς συγγραφείς, μέσα από την κριτική προσέγγιση του συγγραφέα, είναι το: Παντελής Λέκκας, Αφαίρεση και εμπειρία. Μια φορμαλιστική θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου, Τόπος, Αθήνα 2012. ↩︎
  5. Είναι τεράστια η συζήτηση περί αξιολογικής ελευθερίας στην έρευνα, και δεν είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν θέσεις εδώ γύρω από το ζήτημα, έστω και υπό την μορφή αφορισμών. ↩︎
  6. «Ώστε λοιπόν για κάθε ερμηνεία κειμένου, ο ερμηνευτής οφείλει πρώτα πρώτα να αναλογισθεί τις προσχηματισμένες ιδέες που απορρέουν από την “ερμηνευτική κατάσταση” στην οποία βρίσκεται. Οφείλει δε να τις νομιμοποιήσει, να αναζητήσει δηλαδή την καταγωγή και την αξία τους», Gadamer, Hans – Georg, Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, μτφρ. Αντώνης Ζέρβας, Ίνδικτος, Αθήναι 1998, σ. 116. ↩︎
Posted in Εκ της διαχειρίσεως | Tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Οι δύο δρόμοι για τη γαλλική Νέα Δεξιά

Το κείμενο που ακολουθεί κάνει λόγο για την εμφάνιση μιάς Νέας Δεξιάς στη Γαλλία η οποία δεν ταυτίζεται φυσικά με την κατεστημένη κεντροδεξιά ούτε όμως και με την Δεξιά όπως εκφράζεται από το κόμμα της Λεπέν. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι ο Lilla δεν την ταυτίζει επίσης με την λεγόμενη alt – Right, δηλαδή την «εναλλακτική Δεξιά» όπως αυτή εκφράζεται από τον Ντόναλντ Τράμπ για παράδειγμα. O Mark Lilla είναι ένας συγγραφέας που αυτοκατανοείται ως φιλελεύθερος και έχει ασχοληθεί με την αντιδραστική σκέψη. Ο πρωτότυπος τίτλος του άρθρου είναι “Two Roads for the New French Right” και δημοσιεύθηκε στοThe New York Review of Books, τχ. 20, Δεκέμβριος 2018.

Ακολουθεί το κείμενο.

Του Mark Lilla

Μετάφραση του κειμένου: Γκιμπιρίτης Νικόλας για την ιστοσελίδα ResPublica.gr. Στο τέλος του άρθρου παρατίθεται σύνδεσμος με την αρχική δημοσίευση.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Σύνοδος της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC) πραγματοποίησε το συνέδριό της στην Ουάσιγκτον. Αυτή η ετήσια διάσκεψη είναι ένα είδος Νταβός της Δεξιάς όπου μυημένοι και επίδοξοι πηγαίνουν να δουν τι νέο παίζει. Ο αρχικός ομιλητής, όχι και τόσο νέος, ήταν ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Mike Pence. Η επόμενη ομιλήτρια, αρκετά νέα, ήταν μια στιλάτη Γαλλίδα, πριν καν πατήσει τα τριάντα της, ονόματι Marion Maréchal-Le Pen.

H Μarion, όπως την αποκαλούν στη Γαλλία, είναι η εγγονή του Jean-Marie Le Pen, ιδρυτή του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου [Front National], και ανιψιά της Marine Le Pen, της τωρινής προέδρου του κόμματος. Οι Γάλλοι πρωτογνώρισαν τη Marion όταν ήταν ακόμα παιδί, όταν ακτινοβολούσε στην αγκαλιά του παππού της στις αφίσες της προεκλογικής του εκστρατείας, και έκτοτε δεν αποχώρησε ποτέ από τη δημόσια σκηνή. Το 2012, στην ηλικία των είκοσι δύο, ήταν η νεότερη Αντιπρόσωπος που μπήκε στο Κοινοβούλιο από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Αποφάσισε να μην θέσει υποψηφιότητα για επανεκλογή το 2017, με την πρόφαση ότι ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά της. Αντ’ αυτού όμως, καταστρώνει μεγάλα σχέδια[1].

Η σκηνική της παρουσία στο CPAC ήταν ασυνήθιστη, και απορούμε τι εντύπωση μπορεί να της προκάλεσε το ακροατήριο εκείνο το πρωινό. Σε αντίθεση με τον παππού της και τη θεία της που είναι κι οι δυο τους θερμοκέφαλοι, η Marion είναι πάντα ήρεμη και συγκεντρωμένη, ακούγεται ειλικρινής και πνευματικά εναργής. Με μια ελαφρώς γοητευτική γαλλική προφορά, ξεκίνησε την ομιλία της με την αντιπαραβολή της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και της «υποταγής» της Γαλλίας στην ΕΕ, ως μέλος της οποίας, όπως ισχυρίστηκε, η Γαλλία δεν έχει την ικανότητα για μια δική της οικονομική και εξωτερική πολιτική ή για την υπεράσπιση των συνόρων της εναντίον της παράνομης μετανάστευσης και της παρουσίας μιας ισλαμικής «αντι-κοινωνίας» εντός της επικράτειάς της.

Αλλά ξαφνικά τους άφησε όλους άναυδους. Μπροστά σε ένα ρεπουμπλικανικό ακροατήριο από απολυταρχιστές της ατομικής ιδιοκτησίας και φανατικούς υπέρ του δικαιώματος στην οπλοκατοχή, επιτέθηκε στις αρχές του ατομικισμού, υποστηρίζοντας ότι το «βασίλειο του εγωισμού» βρισκόταν στον πάτο όλων των κοινωνικών μας ασθενειών. Σαν παράδειγμα έφερε την παγκόσμια οικονομία που μετατρέπει τους αλλοδαπούς εργάτες σε σκλάβους και πετάει τους ντόπιους εργάτες εκτός αγοράς εργασίας. Έπειτα, έκλεισε την ομιλία της εγκωμιάζοντας τις αρετές της παράδοσης, παραθέτοντας ένα απόφθεγμα που συχνά αποδίδεται στον Gustav Mahler: «η παράδοση δεν είναι η λατρεία της στάχτης, είναι η μετάδοση της φωτιάς». Δε χρειάζεται να αναφέρω ότι αυτή ήταν και η μοναδική αναφορά σε κάποιον Γερμανό συνθέτη του 19ου αιώνα από κάποιον ομιλητή του CPAC.

Κάτι νέο συμβαίνει στην ευρωπαϊκή Δεξιά, και εμπεριέχει πολλά περισσότερα από ξενοφοβικές, λαϊκίστικες κατακραυγές. Ιδέες αναπτύσσονται και διεθνικά δίκτυα για τη διάδοσή τους ιδρύονται. Οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν τις προσπάθειες του Steve Bannon να φέρει τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τους ευρωπαίους στοχαστές υπό την ομπρέλα αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «Το Κίνημα» ως ένα αμιγώς ματαιόδοξο έργο. Αλλά τα ένστικτά του, όπως και στην περίπτωση της αμερικανικής πολιτικής, είναι συντονισμένα με το πνεύμα των καιρών (πράγματι, έναν μήνα μετά την εμφάνιση της Marion στο CPAC, o Bannon προσφώνησε το ετήσιο συνέδριο του Εθνικού Μετώπου). Σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως η Γαλλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία, γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής ιδεολογίας που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τον θυμό των Ευρωπαίων κατά της μετανάστευσης, της οικονομικής απορρύθμισης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κοινωνικής φιλελευθεροποίησης, και κατόπιν να χρησιμοποιηθεί αυτή η ιδεολογία με σκοπό τη διακυβέρνηση. Τώρα είναι η ώρα ώστε να δώσουμε προσοχή στις ιδέες αυτού που μοιάζει να είναι ένα εξελισσόμενο δεξιό Λαϊκό Μέτωπο. Και η Γαλλία είναι ένα καλό μέρος για αρχή.

Η γαλλική Αριστερά, προσδεμένη στον ρεπουμπλικανικό εκκοσμικισμό, δεν έτρεφε ποτέ μια κάποια ευαισθησία για τον ρωμαιοκαθολικό τρόπο ζωής και συχνά σφυρίζει αδιάφορα όταν ξεπερνιέται κάποια κόκκινη γραμμή. Στις αρχές του 1984, η κυβέρνηση του François Mitterand πρότεινε ένα νομοσχέδιο που θα έφερνε τα σχολεία των Καθολικών υπό ισχυρότερο κυβερνητικό έλεγχο και πίεζε τους δασκάλους τους να μετατραπούν σε δημόσιοι υπάλληλοι. Εκείνον τον Ιούνιο, ένα εκατομμύριο Καθολικοί διαδήλωσαν στο Παρίσι εις ένδειξη διαμαρτυρίας, και ακόμη περισσότεροι σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Pierre Mauroy, πρωθυπουργός του Mitterand, εξωθήθηκε σε παραίτηση και η νομοθετική πρόταση αποσύρθηκε. Ήταν μια σπουδαία στιγμή για τους λαϊκούς Καθολικούς που ανακάλυψαν πως, ανεξάρτητα απ’ τον επίσημο εκκοσμικισμό του γαλλικού κράτους, παρέμεναν μια πολιτιστική δύναμη, που κάποιες φορές θα μπορούσαν να μετατραπούν μέχρι και σε πολιτική δύναμη.

Το 1999, η κυβέρνηση του γκωλικού Jacques Chirac πέρασε μια νομοθεσία που δημιουργούσε ένα νέο νομικό καθεστώς, υπό τον τίτλο pacte civil de solidarité (σύμφωνο αλληλεγγύης αστικού δικαίου ή PACS), για τα μακροχρόνια ζευγάρια που απαιτούσαν νομική προστασία για ζητήματα κληρονομιάς και διάφορα ζητήματα ζωής και θανάτου, αλλά που δεν ήθελαν να παντρευτούν. Το PACS, αν και ήρθε στην επιφάνεια όχι πολύ μετά την επιδημία του HIV/AIDS, έγινε σε μεγάλο βαθμό αντιληπτό ως βοήθεια στην γκέι κοινότητα, αλλά σύντομα έγινε δημοφιλές και μεταξύ ετεροφυλόφιλων που ήθελαν δεσμούς που μπορούν να λυθούν εύκολα. Ο αριθμός των στρέιτ pacsés ζευγαριών ετησίως πλησιάζει τον αριθμό εκείνων που παντρεύονται, ενώ το σύμφωνο αυτό καθαυτό παραμένει ακαταμάχητο στους γκέι και τις λεσβίες.

Προκειμένου να χτίσει πάνω σ’ αυτή την επιτυχία, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τη γαλλική προεδρία, ο σοσιαλιστής υποψήφιος François Hollande υποσχέθηκε τη νομιμοποίηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και άνοιξε το ζήτημα της υιοθεσίας καθώς και επιπρόσθετων δικαιωμάτων για τα ζευγάρια των γκέι και των λεσβιών. Το σλόγκαν ήταν Mariage Pour Tous – Γάμος για Όλους. Όταν ανέλαβε καθήκοντα, ο Hollande κινήθηκε προς την εκπλήρωση της προεκλογικής του υπόσχεσης, αλλά επανέλαβε το λάθος του Mitterand με το να παραλείψει την πρόβλεψη μιας ισχυρής δεξιάς αντίδρασης στο εν λόγω μέτρο. Μόλις λίγο καιρό μετά την ορκωμοσία του ως Προέδρου, άρχισε να δημιουργείται ένα δίκτυο λαϊκών ανθρώπων, βαθιά επηρεασμένων από εκκλησιαστικές ομάδες Καθολικών Πεντηκοστιανών, που αυτοαποκαλούνταν La Manif Pour Tous – Διαμαρτυρία για Όλους.

Τον Ιανουάριο του 2013, λίγο πριν το Κοινοβούλιο υπερψηφίσει τον γάμο των γκέι, η Manif κατάφερε να κινητοποιήσει 300.000 ανθρώπους στο Παρίσι σε ένα συλλαλητήριο εναντίον του νομοσχεδίου, αφήνοντας την κυβέρνηση και τα μίντια με το στόμα ανοιχτό. Αυτό που τους εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν η παίγνια ατμόσφαιρα της διαδήλωσης, που έμοιαζε περισσότερο με παρέλαση του gay pride παρά με προσκήνυμα στην Κομποστέλα. Έβλεπες πολλούς νέους ανθρώπους να διαδηλώνουν κουνώντας ροζ και γαλάζια λάβαρα, αντί γι’ αυτά του ουράνιου τόξου, εν είδει αντιπροσώπευσης των αγοριών και των κοριτσιών. Τα συνθήματα στα πλακάτ είχαν μια αύρα από τον Μάη του ’68: Φρανσουά αντιστάσου, απέδειξε ότι υπάρχεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η φωνή που εκπροσώπησε τη Manif ήταν μια κωμικός και καλλιτέχνις με εκκεντρικό στυλ που συστήνεται ως Φριζίτ Μπαρζό και έπαιζε σε μια μπάντα που λεγόταν Dead Pompidous.

Από που ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Στην τελική, η Γαλλία δεν είναι πλέον μια χώρα Καθολικών, ή τουλάχιστον έτσι μας λένε. Ενώ είναι αλήθεια ότι όλο και λιγότεροι Γάλλοι βαφτίζουν τα παιδιά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία, περίπου τα δύο τρίτα εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται Καθολικοί και το 40 τοις εκατό, χοντρικά, ισχυρίζονται ότι «θρησκεύουν», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και το πιο σημαντικό, μια περσινή έρευνα του Rew Research Center απέδειξε ότι εκείνοι οι Γάλλοι που αυτοπροσδιορίζονται ως Καθολικοί –και ιδιαίτερα όσοι εκκλησιάζονται σε τακτική βάση– είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό Δεξιοί απ’ αυτούς που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Καθολικοί.

Αυτό συνάδει και με τις τάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το Pew Research Center έδειξε πως η αμηχανία των μετακομμουνιστικών προσδοκιών οδήγησε στην άνοδο του χριστιανορθόδοξου αυτοπροσδιορισμού, δίπλα-δίπλα σ’ αυτήν του εθνικισμού. Κάτι τέτοιο ίσως να υποδεικνύει ότι η σχέση μεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού να αντιστρέφεται στην Ευρώπη – ότι δεν είναι πλέον η θρησκευτική πίστη που καθορίζει τις πολιτικές αντιλήψεις, αλλά οι πολιτικές αντιλήψεις που καθορίζουν αν θα αυτοπροσδιοριστεί κανείς ως θρησκευόμενος. Πιθανόν, τα προαπαιτούμενα για ένα ευρωπαϊκό, χριστιανικό, εθνικιστικό κίνημα να βρίσκονται προ των πυλών, όπως έχει προβλέψει εδώ και πολύ καιρό ο Ούγγρος Πρόεδρος Viktor Orbán.

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που κινητοποίησε τις τόσες χιλιάδες Καθολικών που συμμετείχαν στην αυθεντική Manif και σε παραπλήσιες διαμαρτυρίες σ’ όλη τη Γαλλία, σε μικρό χρονικό διάστημα ένα πολιτικό φρούτο βλάστησε[2]. Κάποιοι απ’ τις ηγετικές μορφές της Manif δημιούργησαν μια ομάδα πολιτικής δράσης με το όνομα Sens Commun [Κοινή Λογική] η οποία, αν και μικρή, με τη συνδρομή της κόντεψε να εκλέξει Πρόεδρο στις προεδρικές εκλογές του 2017. Έδωσαν το χρίσμα στον υποψήφιο François Fillon, έναν νομοταγή πρώην πρωθυπουργό και συντηρητικό, θρησκευόμενο Καθολικό που υποστήριξε σθεναρά τη Manif και διατηρούσε στενούς δεσμούς με το Sens Communs. Ήταν ξεκάθαρος αναφορικά με τις θρησκευτικές του αντιλήψεις –όπως η εναντίωση στον γάμο, την υιοθεσία και την παρένθετη μητρότητα των ομόφυλων ζευγαριών– κατά τις προκριματικές εκλογές του κόμματός του, των Ρεπουμπλικανών[3], στο τέλος του 2016 και εξέπληξε τους πάντες με την επικράτησή του. Ο Fillon είχε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά στις προκριματικές εκλογές και, δεδομένης της βαθιάς αντιδημοφιλίας των Σοσιαλιστών στην μετα-Ολάντ εποχή και της ανικανότητας του Εθνικού Μετώπου να κερδίσει την υποστήριξη παραπάνω από το ένα τρίτο του γαλλικού εκλογικού σώματος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον θεώρησαν φαβορί.

Αλλά, καθώς ο Fillon ξεκίνησε την εθνική του εκστρατεία, η εφημερίδα Le Canard enchaîné, μια εφημερίδα που αναμειγνύει σάτιρα με ερευνητική δημοσιογραφία, αποκάλυψε ότι η σύζυγός του είχε παραλάβει όλα αυτά τα χρόνια παραπάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ για αδήλωτες οικονομικές δραστηριότητες, και ότι ο ίδιος είχε αποδεχτεί μια σειρά εξυπηρετήσεων από επιχειρηματίες –αλά Paul Manafort[4], συμπεριλαμβανομένων κοστουμιών που κόστιζαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Για κάποιον που τρέχει την καμπάνια του με το σύνθημα «το θάρρος της αλήθειας», όλο αυτό ήταν μια καταστροφή. Ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του, το προσωπικό του τον εγκατέλειψε, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να παρατήσει τη μάχη για τις εκλογές. Αυτή η επιλογή άνοιξε τον δρόμο για τον τελικό νικητή, τον κεντρώο Emannuel Macron. Αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, παρά το σκάνδαλο, ο Fillon κέρδισε το είκοσι τοις εκατό των ψήφων στον πρώτο γύρο των εκλογών, εν συγκρίσει του 24 τοις εκατό του Macron και του 21 τοις εκατό της Marine Le Pen. Αν δεν είχε καταρρεύσει εκ των έσω, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να εκλεγεί Πρόεδρος και σήμερα θα λέγαμε εντελώς διαφορετικές ιστορίες για το τι πραγματικά συμβαίνει στη Γαλλία.

Η καμπάνια της ρωμαιοκαθολικής Δεξιάς εναντίον των ομόφυλων γάμων ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και έγινε. Η μεγάλη πλειοψηφία των Γάλλων είναι υπέρ των ομόφυλων γάμων, αν και είναι μόνο εφτά χιλιάδες ζευγάρια που επωφελούνται ετησίως. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η εμπειρία της Manif θα μπορούσε να επηρεάσει τη γαλλική πολιτική στο προσεχές μέλλον.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι έχει ανακαλύψει έναν ακατοίκητο ιδεολογικό χώρο μεταξύ των mainstream Ρεπουμπλικανών και του Εθνικού Μετώπου. Οι δημοσιογράφοι τείνουν να παρουσιάζουν μια υπερβολικά απλοϊκή εικόνα του λαϊκισμού στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική. Φαντάζονται πως υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή που διαχωρίζει τα παλιά συντηρητικά κόμματα όπως είναι οι Ρεπουμπλικανοί, που τα έχουν βρει με τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, από τα ξενοφοβικά λαϊκιστικά κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο, τα οποία θα ρίξουν την ΕΕ, θα καταστρέψουν τους φιλελεύθερους θεσμούς και θα απελάσουν όσους περισσότερους μετανάστες γίνεται, και ειδικότερα τους Μουσουλμάνους.

Αυτοί οι δημοσιογράφοι είχαν πρόβλημα στο να φανταστούν ότι μπορεί και να υπάρχει μια τρίτη δύναμη στη Δεξιά, η οποία δεν εκπροσωπούνταν ούτε από τα κόμματα του κατεστημένου ούτε από ξενοφοβικούς λαϊκιστές. Αυτή η μυωπική οπτική καθιστά, ακόμα και από μια μερίδα καταρτισμένων δημοσιογράφων, δύσκολο να κατανοήσουμε τους υποστηρικτές της Manif, που κινητοποιήθηκαν τριγύρω απ’ αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «κοινωνικά ζητήματα» και αισθάνονται ότι δεν έχουν κάποια πραγματική πολιτική στέγη σήμερα. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν διαθέτουν ιδεολογία διακυβέρνησης πέραν των οικονομικών της παγκοσμιοποίησης και της λατρείας του κράτους, και διατηρώντας την γκωλική, εκκοσμικευμένη τους κληρονομιά αντιμετώπιζαν τα ηθικά και τα θρησκευτικά ζητήματα ως αυστηρώς προσωπικά, ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι την ανώμαλη προσγείωση του Fillon. Το Εθνικό Μέτωπο είναι εξίσου εκκοσμικευμένο στον ίδιο βαθμό και ακόμη λιγότερο συνεκτικό ιδεολογικά, όπου εξυπηρετούσε περισσότερο ως καταφύγιο για τα απόβλητα της Ιστορίας –συνεργάτες του Vichy, πικρόχολους pieds noirs που εκδιώχτηκαν από την Αλγερία μετά την απελευθέρωση, ρομαντικούς της Ζαν ντ’ Αρκ, αντισημίτες, ισλαμοφοβικούς, σκίνχεντς– παρά ως κόμμα με θετικό πρόγραμμα για το μέλλον της Γαλλίας. Κάποιος δήμαρχος που ήταν φίλιος προς το Εθνικό Μέτωπο κάποτε, τώρα το αποκαλεί εύστοχα «Δεξιά του Diên Biên Phu»[5].

O άλλος λόγος που η Manif  θα εξακολουθούσε να έχει σημασία για μας είναι ότι απέδειξε ότι είναι μια εμπειρία διαμόρφωσης συνείδησης για μια ομάδα οξυδερκών νέων διανοουμένων, κυρίως συντηρητικών ρωμαιοκαθολικών, που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως avant-garde αυτής της τρίτης δύναμης. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν παρουσία στα μίντια, γράφουν σε εφημερίδες όπως η Figaro και εβδομαδιαία περιοδικά όπως το Point και το Valeurs actuelles, δημοσιεύουν νέα περιοδικά και ιστοσελίδες (LimiteL’ Incorrect), εκδίδουν βιβλία, και εμφανίζονται τακτικά στην τηλεόραση. Έχουν κερδίσει την προσοχή του λαού, κι ένα αμερόληπτο βιβλίο που βολιδοσκοπεί το φαινόμενό τους μόλις έκανε την εμφάνισή του[6].

Είναι δύσκολο να ξέρουμε αν θα προκύψει κάτι σημαντικό από πολιτικής απόψεως μέσα από αυτή τη δράση, δεδομένου ότι οι πνευματικές μόδες στη Γαλλία αλλάζουν τόσο γρήγορα όσο το plat du jour [το πιάτο της ημέρας]. Το περασμένο καλοκαίρι, πέρασα αρκετό χρόνο διαβάζοντας και συναντώντας αυτούς τους νέους συγγραφείς στο Παρίσι και ανακάλυψα περισσότερο ένα οικοσύστημα παρά ένα συνεκτικό, πειθαρχημένο κίνημα. Ακόμα κι έτσι, έμεινα άναυδος με το πόσο σοβαροί είναι και με το πόσο πολύ διαφέρουν από τους Αμερικανούς συντηρητικούς. Μοιράζονται μεταξύ τους δυο βεβαιότητες: πως ένας ρωμαλεός συντηρητισμός είναι η μοναδική συνεπής εναλλακτική αυτού που αποκαλούν νεοφιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό των καιρών μας, και ότι οι πρώτες ύλες για έναν τέτοιον συντηρητισμό μπορούν να αντληθούν τόσο απ’ την Αριστερά όσο και απ’ τη Δεξιά. Ακόμη δε μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι όλοι τους είναι οπαδοί του Bernie Sanders.

O διανοητικός Oικουμενισμός αυτών των συγγραφέων είναι πρόδηλος στα άρθρα τους, τα οποία διανθίζονται με αναφορές στον George Orwell, τη μυστικίστρια συγγραφέα και αγωνίστρια Simone Weil, τον αναρχικό του 19ου αιώνα Pierre-Joseph Proudhon, τον Martin Heidegger και την Hannah Arendt, τον νεαρό Marx, τον πρώην μαρξιστή και ρωμαιοκαθολικό φιλόσοφο Alasdair Macintyre, και ιδιαίτερα τον, αριστεριστή στις πολιτικές του απόψεις και συντηρητικό σε ζητήματα κουλτούρας, Αμερικανό ιστορικό Christopher Lasch, των οποίων τα τσιτάτα –«το ξερίζωμα ξεριζώνει τα πάντα εκτός από την ανάγκη για ρίζες»– επαναλαμβάνονται σαν προσευχές μάντρα. Απορρίπτουν, όπως θα μπορούσε να προβλέψει κανείς, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους ομόφυλους γάμους και τη μαζική μετανάστευση. Απορρίπτουν εξίσου τις απορρυθμισμένες παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές Αγορές, τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τον καταναλωτισμό και τo σύμπλεγμα AGFAM (Apple-Google-Facebook-Amazon-Microsoft).

Αυτό το mélange [μίγμα] μπορεί να ακούγεται αλλόκοτο, αλλά είναι κατά πολύ περισσότερο συνεπειοκρατικό από τις θέσεις των σύγχρονων Αμερικανών συντηρητικών. Ο ηπειρωτικός συντηρητισμός, αν ανατρέξουμε πίσω στον 19ο αιώνα, βαστούσε πάντα σε μια οργανική σύλληψη της κοινωνίας. Αντιλαμβάνεται την Ευρώπη ως έναν ενιαίο Χριστιανικό πολιτισμό που συντίθεται από διαφορετικά έθνη με διακριτές γλώσσες και έθιμα. Αυτά τα έθνη συντίθενται με τη σειρά τους από οικογένειες, οι οποίες είναι επίσης οργανισμοί, με διακριτούς αλλά αλληλοσυμπληρωματικούς ρόλους και καθήκοντα για τις μητέρες, τους πατεράδες και τα παιδιά. Υπ’ αυτή την έννοια, το θεμελιώδες έργο της κοινωνίας δεν είναι να υπηρετεί τον συνωστισμό αυτονομημένων ατόμων που αξιώνουν δικαιώματα, αλλά να μεταβιβάσει τη γνώση, την ηθική και την κουλτούρα στις μελλοντικές γενεές, διαιωνίζοντας την οργανική ζωή του πολιτισμού.

Τα περισσότερα από τα επιχειρήματα αυτών των νεαρών Γάλλων συντηρητικών λαμβάνουν υπόψη αυτή την οργανική σύλληψη της κοινωνίας. Γιατί να θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση επικίνδυνη; Γιατί απορρίπτει την πολιτιστική και θρησκευτική ιδρυτική πράξη της Ευρώπης και, αντιθέτως, προσπαθεί να την επανιδρύσει πάνω στο οικονομικό συμφέρον των ατόμων. Και, όπως λένε οι ίδιοι τους, σαν να μην έφτανε αυτό, η ΕΕ έχει ενθαρρύνει τη μετανάστευση ανθρώπων από έναν διαφορετικό και ασύμβατο πολιτισμό (το Ισλάμ), ξεχειλώνοντας τους παλιούς ευρωπαϊκούς δεσμούς ακόμη περισσότερο. Συνεπώς, μακράν του να υιοθετεί τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό και μια υγιή διαφορετικότητα μεταξύ των εθνών, η ΕΕ πραγματοποιεί ένα αργό coup détat στο όνομα της οικονομικής αποδοτικότητας και της ομογενοποίησης, της συγκεντρωτικής εξουσίας των Βρυξελλών. Τέλος, με την πίεση που ασκεί σε χώρες να συμμορφωθούν σε επαχθείς δημοσιονομικές πολιτικές που το μόνο που κάνουν είναι να οφελούν τους πλούσιους, η ΕΕ απέτρεψε απ’ αυτές τις χώρες να αναλάβουν τη φροντίδα των πιο ευάλωτων πολιτών τους και να διατηρήσουν την μεταξύ τους κοινωνική αλληλεγγύη. Πλέον, κατά την άποψή τους, η οικογένεια πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, σε μια κουλτούρα που σκοπίμως αγνοεί τις ανάγκες της. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, που πανηγυρίζουν για τις οικονομικές δυνάμεις οι οποίες στραγγαλίζουν την «οικογένεια» που κατά τ’άλλα τόσο πολύ εξιδανικεύουν, οι νεαροί Γάλλοι συντηρητικοί εφαρμόζουν την οργανική οπτική τους ακόμη και στην οικονομία, υποστηρίζοντας πως η οικονομία οφείλει να υποδουλωθεί στις κοινωνικές ανάγκες.

Αυτό που θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη έκπληξη σε έναν Αμερικανό αναγνώστη είναι ο ισχυρός περιβαλλοντισμός αυτών των νεαρών συγγραφέων, οι οποίοι διασκεδάζουν την έννοια του συντηρητισμού ισχυριζόμενοι πως αυτό που πρέπει να κάνουν οι συντηρητικοί είναι, προφανώς, να συντηρήσουν. Το καλύτερό τους περιοδικό είναι το πολύχρωμο, καλοσχεδιασμένο, τετραμηνιαίο Limite, με υπότιτλο «επιθεώρηση ολοκληρωμένης οικολογίας», και δημοσιεύει μια τόσο άγρια κριτική στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά και στην οικολογική αποσύνθεση που δύσκολα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στην αμερικανική Αριστερά (καμία άρνηση τις κλιματικής αλλαγής στην περίπτωσή τους). Μερικοί από τους συγγραφείς είναι υπέρμαχοι της μηδενικής ανάπτυξης· άλλοι διαβάζουν Proudhon και πιέζουν για μια αποκεντρωμένη οικονομία από τοπικούς συνεταιρισμούς. Άλλοι έχουν εγκαταλείψει την πόλη και γράφουν για την εμπειρία τους στις οργανικές αγροκαλλιέργειες ενώ την ίδια στιγμή καταγγέλλουν την αγροβιομηχανία, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και την προαστιοποίηση της επαρχίας που είναι καθ’ όδον. Όλοι τους δείχνουν να είναι επηρεασμένοι από την εγκύκλιο Laudato si (2015) του Πάπα Φραγκίσκου, μια συνεκτική δήλωση ρωμαιοκαθολικής κοινωνικής κατήχησης για το περιβάλλον και την οικονομική δικαιοσύνη.

Aυτές οι απόψεις των νεαρών συντηρητικών για την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα, όντας βγαλμένες από τη Manif, είναι παραδοσιοκρατικές και ρωμαιοκαθολικές. Αλλά τα επιχειρήματά τους είναι αυστηρώς κοσμικού τύπου. Υποστηρίζοντας την επιστροφή σε παλαιότερες νόρμες, τονίζουν τα πραγματικά προβλήματα: τα μειωμένα ποσοστά στη δημιουργία οικογενειών, την ηλικιακή καθυστέρηση στην τεκνοποίηση, τα αυξημένα ποσοστά των μονογονεϊκών οικογενειών, την απορρόφηση των εφήβων από το πορνό και τη σύγχυση αναφορικά με τη σεξουαλικότητά τους, την εικόνα βιαστικών γονέων και παιδιών που τρώνε χωριστά την ώρα που τσεκάρουν τα κινητά τους. Όλα αυτά, ισχυρίζονται οι συντηρητικοί, είναι αποτέλεσμα του ριζοσπαστικού ατομικισμού μας, που μας τυφλώνει μπρος στην κοινωνική ανάγκη για ενδυναμωμένες και σταθερές οικογένειες. Βέβαια, αυτό που δεν μπορούν να δουν αυτοί οι νεαροί Καθολικοί είναι ότι τα γκέι ζευγάρια που θέλουν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά αναζητούν να δημιουργήσουν τέτοιες οικογένειες και να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες τους στις επόμενες γενεές. Δεν υπάρχει πλέον κανένα ένστικτο συντήρησης.

Ορισμένες νεαρές γυναίκες προωθούν αυτό που αποκαλούν «εναλλακτικό φεμινισμό» [“alter-feminism”] που απορρίπτει αυτό που θεωρούν ως «φετιχισμό της καριέρας» του σύγχρονου φεμινισμού, που εν αγνοία του ενισχύει την καπιταλιστική ιδεολογία όπου η υποδούλωση στα αφεντικά θεωρείται ελευθερία. Δεν υποστηρίζουν επ’ ουδενί ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να μείνουν κλεισμένες στο σπίτι αν οι ίδιες δεν το επιθυμούν· αντιθέτως, πιστεύουν ότι οι γυναίκες χρειάζονται μια πιο ρεαλιστική εικόνα για τους εαυτούς τους από αυτές που τους προσφέρει ο σύγχρονος καπιταλισμός και φεμινισμός. Η Marianne Durano, στο πρόσφατο βιβλίο της Mon corps ne vous appartient pas [Το σώμα μου δεν σας ανήκει], το θέτει ως εξής:

«Είμαστε θύματα μιας κοσμοαντίληψης στην οποία υποτίθεται θα πρέπει να εκπληρώσουμε όλες τις προσδοκίες μας μέχρι την ηλικία των 25, κατόπιν να δουλεύουμε σαν δαιμονισμένες από τα 25 μέχρι τα 40 (ηλικία που βρίσκεται στον απόπατο της επαγγελματικής χωματερής) και να αποφεύγουμε τις δεσμεύσεις ή την τεκνοποίηση πριν τα 30 μας. Όλα αυτά βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τους ρυθμούς της γυναικείας ζωής».

H Eugénie Bastié, μια έτερη εναλλακτική φεμινίστρια, στρέφεται εναντίον της Simon de Beauvoir στο βιβλίο της Audieu madermoiselleΕξυμνεί το πρώτο ρεύμα του φεμινιστικού αγώνα για την επίτευξη ίσων νομικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες, αλλά ασκεί κριτική στη Beauvoir και τις μεταγενέστερες Γαλλίδες φεμινίστριες για την «αποσωματοποίηση» των γυναικών, που τις αντιμετωπίζουν μόνο ως σκεπτόμενα και επιθυμητικά όντα, αλλά όχι ως αναπαραγωγικά, πράγμα που σημαίνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, κάποια στιγμή θα επιθυμήσουν να έχουν συζύγους και να κάνουν οικογένειες.

Ό,τι σκέψεις κι αν κάνουμε γι’ αυτές τις συντηρητικές ιδέες αναφορικά με την κοινωνία και την οικονομία, οι ίδιες συγκροτούν μια συνεκτική κοσμοαντίληψη. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την κατεστημένη ευρωπαϊκή Αριστερά και Δεξιά των ημερών μας. Η Αριστερά αντιμάχεται την ανεξέλεγκτη ρευστότητα της παγκόσμιας οικονομίας και θέλει να τη χαλιναγωγήσει προς όφελος των εργατών, ενώ την ίδια στιγμή πανηγυρίζει για τη μετανάστευση, την πολυπολιτισμικότητα και τους ρευστούς έμφυλους ρόλους, πράγματα που ένα μεγάλο μέρος των εργατών απορρίπτει. Η κατεστημένη Δεξιά αντιστρέφει αυτές τις θέσεις, αποκηρύσσοντας την ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων εις το όνομα μιας σταθεροποιημένης κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή προωθεί την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου, η οποία κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Αυτοί οι Γάλλοι συντηρητικοί ασκούν κριτική στην ανεξέλεγκτη ρευστότητα τόσο στη νεοφιλελεύθερη, όσο και στην κοσμοπολίτικη εκδοχή της.

Αλλά τί είναι αυτό ακριβώς που αντιπροτείνουν; Όπως οι μαρξιστές στο παρελθόν ήταν ασαφείς ως προς το τι πραγματικά συνεπάγεται ο κομμουνισμός, οι συντηρητικοί του σήμερα φαίνονται λιγότερο ανήσυχοι στο να ορίσουν την τάξη πραγμάτων που έχουν στο μυαλό τους, και περισσότερο στο να εργαστούν πάνω σ’ αυτήν ώστε να την εγκαθιδρύσουν. Μολονότι είναι απλώς μια μικρή ομάδα ανθρώπων χωρίς λαϊκό έρεισμα, ήδη διερωτούνται γύρω από μεγάλα στρατηγικά ζητήματα (το νόημα των μικρών περιοδικών είναι να σκέφτονται μεγαλειωδώς). Θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τις οργανικές σχέσεις μεταξύ ατόμων και οικογενειών, οικογενειών και εθνών, εθνών και πολιτισμού; Κι αν ναι, τότε πώς; Διαμέσου της άμεσης πολιτικής δράσης; Μέσω της αναζήτησης της πολιτικής εξουσίας απευθείας; Ή μέσω της εύρεσης ενός τρόπου ώστε να μετασχηματίσουμε σταδιακά τη δυτική κουλτούρα εκ των έσω, ως πρελούδιο εγκαθίδρυσης μιας νέας πολιτικής; Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους συγγραφείς θεωρούν ότι πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να αλλάξουμε μυαλά. Γι’ αυτό και δεν αντέχουν να τελειώσουν ένα άρθρο, ή ακόμα και το φαΐ τους, χωρίς αναφορά στον Antonio Gramsci.

O Gramsci, ένας εκ των ιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, απεβίωσε το 1937 μετά από πολυετή κάθειρξη στις φυλακές του Μουσολίνι, και άφησε πίσω του στοίβες σημειωματάριων με σκέψεις καρποφόρες πάνω στην πολιτική και την κουλτούρα. Τον θυμόμαστε σήμερα πρωτίστως για την έννοια της «πολιτισμικής ηγεμονίας» [egemonia culturale] – την ιδέα ότι ο καπιταλισμός δεν αυτοσυντηρείται μονάχα από τις σχέσεις των παραγωγικών δυνάμεων, όπως νόμιζε ο Μαρξ, αλλά εξίσου από τις εικασίες σε ζητήματα κουλτούρας οι οποίες λειτουργούν προβοκατόρικα, αποδυναμώνοντας τη βούληση για αντίσταση. Η εμπειρία του με τους Ιταλούς εργάτες τον έπεισε ότι αν δεν απελευθερωθούν από τα πιστεύω του καθολικισμού αναφορικά με την αμαρτία, την πίστη και την αυθεντία, τότε δεν θα ξεσηκώνονταν ποτέ να κάνουν επανάσταση. Αυτό εξηγούσε την αναγκαιότητα για μια νέα τάξη στρατευμένων διανοούμενων που θα λειτουργούσαν ως αντι-ηγεμονική δύναμη προκειμένου να υποσκάψουν την κυρίαρχη κουλτούρα και να δώσουν σχήμα σε μια εναλλακτική με σκοπό να μετακινηθούν προς τα εκεί οι εργάτες.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι αυτοί οι νεαροί συγγραφείς έφτασαν εκεί που είναι μέσα από τα πολύτομα Τετράδια της Φυλακής του Γκράμσι. Αντιθέτως, τον επικαλούνται σαν ένα είδος φυλαχτού για συζήτηση, έτσι ώστε να αναδείξουν ότι όσοι απ’ αυτούς γράφουν ή ομιλούν είναι αγωνιστές της κουλτούρας, όχι απλώς παρατηρητές. Αλλά, τί θα προϋπέθετε πράγματι μια αντι-ηγεμονία; Μέχρι στιγμής, το μόνο που έκανα είναι να σκιαγραφήσω αυτούς τους νεαρούς συντηρητικούς, πιθανόν λιγάκι αποστειρωμένα, ως ανθρώπους που μοιράζονται μια γενική αντίληψη και ένα σύνολο αρχών. Αλλά μόλις εμφανιστεί το παλιό ερώτημα του Λένιν –Τί να κάνουμε;– σημαντικές και επακόλουθες αποκλίσεις μεταξύ τους γίνονται εμφανείς. Δυο στυλ συντηρητικής στράτευσης φαίνονται να αναπτύσσονται.

Αν διαβάσετε κάποιο περιοδικό παραπλήσιο του Limite, θα μείνετε με την εντύπωση ότι η συντηρητική αντι-ηγεμονία θα εμπειριείχε την απόδραση απ’ το αστικό κέντρο για μια μικρότερη πόλη ή κάποιο χωριό, την εμπλοκή στα τοπικά σχολεία, τους δήμους και τις περιβαλλοντικές ενώσεις, και ιδιαίτερα το μεγάλωμα των παιδιών με συντηρητικές αξίες – με άλλα λόγια, το παράδειγμα ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής. Αυτός ο οικολογικός συντηρητισμός εμφανίζεται ανοιχτός, γενναιόδωρος και ριζωμένος στην καθημερινή ζωή, όπως και στα παραδοσιοκρατικά κοινωνικά διδάγματα του καθολικισμού.

Αλλά αν δείτε δημοσιεύσεις όπως στην καθημερινή Figaro, το περιοδικό Valeurs Actuelles, και ειδικότερα το εριστικό L’ Incorrect, θα μείνετε με μια εντελώς διαφορετική εντύπωση. Εκεί ο συντηρητισμός είναι επιθετικός, απορρίπτει τη σύγχρονη κουλτούρα και επικεντρώνεται στη διεγαγωγή ενός Kulturkampf [πολιτισμικού αγώνα] εναντίον της γενιάς του 1968, κατάσταση που παίρνει εμμονικές διαστάσεις. Όπως το θέτει στο L’ incorrect ο Jacques de Guillebon, ο τριανταεννιάχρονος υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού: «Οι νόμιμοι κληρονόμοι του ’68… θα καταλήξουν στα αφοδευτήρια της σισ-τζέντερ[7], διαφυλετικής, κυανομαλλούσας βαρεμάρας τους… Το τέλος πλησιάζει». Και για να προκληθεί αυτό το τέλος, ένας άλλος συγγραφέας πρότεινε ότι «χρειαζόμαστε μια Δεξιά με αληθινό πρόταγμα που θα είναι επαναστατικό, ταυτοτικό, αντιδραστικό, ικανή να προσελκύσει τις εργατικές και μεσαίες τάξεις». Αυτή η ομάδα, αν και δε δηλώνει φανερά ότι είναι ρατσιστική, τρέφει βαθύτατες υποψίες για το Ισλάμ, κάτι το οποίο δεν χαρακτηρίζει τους συγγραφείς του Limite. Δεν είναι μόνο απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ, ή στη συμπεριφορά των μουσουλμάνων αντρών εναντίον των γυναικών, ή στην άρνηση ορισμένων μουσουλμάνων μαθητών να διδαχτούν τη θεωρία της εξέλιξης –όλα αυτά είναι γνήσιοι προβληματισμοί– αλλά ακόμη και στο μετριοπαθές, το αφομοιωμένο Ισλάμ[8].

Όλη αυτή η μεγάλη συζήτηση περί ενός ανοιχτού πολιτισμικού πολέμου θα ήταν ανάξια αναφοράς, αλλά είναι πλέον που κάποια σαν την Marion Maréchal έχει στήσει αυτί στην πολεμική πτέρυγα αυτής της ομάδας. Παλιότερα ήταν δύσκολο να τοποθετήσουμε κάπου στον ιδεολογικό χάρτη τη Marion. Ήταν πιο συντηρητική σε κοινωνικά ζητήματα απ’ την ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, αλλά και πιο νεοφιλελεύθερη σε οικονομικά ζητήματα. Αυτό έχει αλλάξει. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στο CPAP, μίλησε με όρους πολιτισμικού πολέμου, αναφέροντας τη Manif ως παράδειγμα της ετοιμότητας των νεαρών Γάλλων συντηρητικών να «πάρουν πίσω την χώρα τους». Και περιέγραψε τους σκοπούς τους σύμφωνα με τη γλώσσα του κοινωνικού οργανικισμού:

«Χωρίς το έθνος, χωρίς την οικογένεια, χωρίς τα όρια του κοινού αγαθού, το φυσικό δίκαιο και η συλλογική ηθική εξαφανίζονται καθώς το βασίλειο του εγωισμό συνεχίζει. Σήμερα μέχρι και τα παιδιά έχουν γίνει εμπορεύματα. Ακούμε στα δημόσια ντιμπέιτ ότι έχουμε το δικαιώμα να παραγγείλλουμε ένα παιδί από τον κατάλογο, ότι έχουμε το δικαίωμα να νοικιάσουμε τη μήτρα μιας γυναίκας… Αυτή είναι η ελευθερία που θέλουμε; Όχι. Δεν θέλουμε αυτόν τον εξατομικευμένο κόσμο των ατόμων χωρίς φύλο, χωρίς πατέρες, χωρίς μητέρες, και χωρίς έθνος».

Και μετά συνεχίζει με γκραμσιανή διάθεση:

«Ο αγώνας μας δεν μπορεί να λάβει μέρος μόνο στις εκλογές. Πρέπει να επικοινωνήσουμε τις ιδέες μας στα μίντια, τον πολιτισμό, την παιδεία και να σταματήσουμε την κυριαρχία των φιλελεύθερων και των σοσιαλιστών. Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε τους ηγέτες του αύριο, αυτούς που θα έχουν το κουράγιο, το πείσμα και τις ικανότητες να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του λαού τους».

Κι έπειτα τους άφησε όλους άφωνους στη Γαλλία όταν ανακοίνωσε ενώπιον ενός αμερικανικού κοινού ότι θα ίδρυε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο ακριβώς για να πραγματοποιήσει τα λεγόμενά της. Τρεις μήνες μετά άνοιξε στη Λυών το Ινστιτούτο Κοινωνικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (ISSEP) με σκοπό, όπως αναφέρει η ίδια η Marion, τον εκτοπισμό της κουλτούρας που κυριαρχεί στο «νομαδικό, παγκοσμιοποιημένο, εκριζωμένο φιλελεύθερο σύστημα». Είναι βασικά μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, αλλά υποθετικά θα προσφέρει σπουδαία βιβλία και διαλέξεις στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την ιστορία και τη ρητορική, καθώς και πρακτικά μαθήματα πάνω στη διοίκηση και στον «πολιτικό και πολιτισμικό αγώνα». Υπεύθυνος του προγράμματος σπουδών είναι ο Jacques de Guillebon.

Πολύ λίγοι Γάλλοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι απ’ αυτούς που ξέρω παίρνουν στα σοβαρά αυτό το διανοητικό γίγνεσθαι. Προτιμούν να καλουπώνουν αυτούς τους νεαρούς συντηρητικούς και τα περιοδικά τους στους εκούσιους ή ακούσιους στρατιώτες της καμπάνιας της Marine Le Pen για την «αποδαιμονοποίηση» του Εθνικού Μετώπου, απ’ το να τους αντιμετωπίσουν ως δυνητική τρίτη δύναμη. Θαρρώ πως κάνουν λάθος που δεν δίνουν σημασία, όπως ακριβώς έκαναν λάθος στο να μην πάρουν στα σοβαρά την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς αλά Ρήγκαν και Θάτσερ πίσω στη δεκαετία του ’80. Η Αριστερά έχει μια παλιά, κακιά συνήθεια να υποτιμά τους αντιπάλους της και να αιτιολογεί τις ιδέες τους ως απλό καμουφλάζ για ποταπά ήθη και πάθη. Αυτά τα ήθη και πάθη μπορεί να υπάρχουν όντως, αλλά οι ιδέες έχουν μια αυτόνομη δύναμη να τους δίνουν σχήμα και διεξόδους, να τα απαλύνουν και να τα πυροδοτούν.

Κι αυτές οι συντηρητικές ιδέες θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις και έξω απ’ τα σύνορα της Γαλλίας. Μια πιθανότητα θα ήταν ότι ένας ανανεωμένος, πιο κλασσικός οργανικός συντηρητισμός θα λειτουργούσε σαν μετριοπαθής δύναμη στις στρεσαρισμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Είναι αρκετοί αυτοί που έχουν μπαφιάσει με τις δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, εκνευρίζονται με την ανικανότητα των κυβερνήσεών τους να ελέγξουν τις ροές της παράνομης μετανάστευσης, τους τη δίνουν οι κανόνες της ΕΕ και αρνούνται να συμμορφωθούν με την ταχύτατη αλλαγή του ηθικού κώδικα αναφορικά με ζητήματα όπως είναι η σεξουαλικότητα. Μέχρι στιγμής, τέτοιου είδους ανησυχίες εκφράζονταν, και κατόπιν γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, από ακροδεξιούς λαϊκιστές δημαγωγούς. Αν ένα τμήμα του εκλογικού σώματος ονειρεύεται απλά να ζήσει σε έναν πιο σταθερό, λιγότερο ρευστό κόσμο, τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά –άνθρωποι που δεν τρέφουν απαραίτητα κάποιον ξενοφοβικό αντι-ελιτισμό–, τότε ένα μετριοπαθές συντηρητικό κίνημα θα λειτουργούσε ως προμαχώνας εναντίον του μένους της εναλλακτικής Δεξιάς [alt-Right] με το να δώσει έμφαση στην παράδοση, την αλληλεγγύη και τη φροντίδα του πλανήτη.

Ένα άλλο σενάριο είναι ότι η επιθετική μορφή του συντηρητισμού που μπορούμε εξίσου να εντοπίσουμε στη Γαλλία θα λειτουργούσε ως ένα ισχυρό εργαλείο για την οικοδόμηση ενός πανευρωπαϊκού αντιδραστικού, χριστιανικού εθνικισμού σύμφωνα με τη γραμμή που έδωσε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Charles Maurras, o Γάλλος αντισημίτης υπέρμαχος του «ολοκληρωτικού εθνικισμού», που έγινε ο ιθύνων νους του καθεστώτος του Vichy. Είναι ένα πράγμα το να πείσει κανείς τους ηγέτες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης ότι έχουν κοινά πρακτικά συμφέροντα και ότι θα πρέπει να συνεργαστούν, όπως προσπαθεί να κάνει ο Steve Bannon. Και είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα, πολύ πιο επικίνδυνο, το να φανταστεί κανείς αυτούς τους ηγέτες να έχουν στη διάθεσή τους μια αναπτυγμένη ιδεολογία για την επιστράτευση νεαρών στελεχών και πολιτισμικών ελίτ και τη διασύνδεσή τους σε ηπειρωτικό επίπεδο για κοινή πολιτική δράση.

Αν δεν είναι ήδη τα μάτια των Γάλλων στραμμένα πάνω στην Marion, τότε θα έπρεπε. Η Marion δεν είναι ο παππούς της, αν και τον υπερασπίζεται εντός της σαπουνοπερικής οικογένειας των Le Pen. Ούτε είναι η θεία της, η οποία είναι άξεστη και διεφθαρμένη, και της οποίας η προσπάθεια να μακιγιάρει το κόμμα της οικογένειάς της έχει αποτύχει. Ούτε, πιστεύω, ότι θα προσδέσει τις τύχες της στο γέννημα του Εθνικού Μετώπου, τον Εθνικό Συναγερμό. O Emmanuel Macron έχει αποδείξει ότι ένα «κίνημα» που περιφρονεί τον κλασικό κομματικό σχηματισμό μπορεί να κερδίσει τις εκλογές στη Γαλλία (αν και πιθανόν δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει και να επανεκλεγεί). Αν η Marion πρόκειται να ξεκινήσει ένα τέτοιο κίνημα και καταφέρει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της όπως έκανε και ο Macron, τότε θα μπορούσε επιτυχώς να συσπειρώσει τη Δεξιά ενώ σε προσωπικό επίπεδο θα διαφαίνεται ότι την υπερβαίνει. Και τότε θα ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με κυβερνώντα δεξιά κόμματα σε άλλες χώρες.

Η σύγχρονη ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι ιδέες που προωθούν αινιγματικοί διανοούμενοι οι οποίοι γράφουν σε μικρά περιοδικά έχουν έναν τρόπο να ξεφεύγουν από τις καλοκάγαθες προθέσεις των υπερασπιστών τους. Δύο είναι τα μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε από αυτή την ιστορία όταν διαβάζουμε αυτούς τους νεαρούς δεξιούς Γάλλους διανοούμενους. Πρώτον, μην εμπιστεύεστε τους βιαστικούς συντηρητικούς. Δεύτερον, φρεσκάρετε τον Γκράμσι σας.


Mark Lilla, “Two Roads for the New French Right”, The New York Review of Books, τχ. 20, Δεκέμβριος 2018.

[1] Το περασμένο καλοκαίρι, τόσο αυτή όσο και το Εθνικό Μέτωπο άλλαξαν τα ονόματά τους. Αυτή, άφησε στην άκρη το Le Pen και προτιμά να την αποκαλούν απλώς Marion Maréchal. Εν τω μεταξύ, η θεία της, έχει επισήμως μετονομάσει το κόμμα τηςΕθνικό Συναγερμό [Rassemblement National]. Στη γαλλική πολιτική αργκό, rassembler σημαίνει τη συσπείρωση και την ένωση ανθρώπων για έναν κοινό σκοπό, κάτι παραπλήσιο μ’ αυτό που στα αμερικανικά αποκαλούμε «big tent».

[2] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

[3] Σ.τ.μ.: Το πολιτικό κόμμα των Ρεπουμπλικανών (Les Républicains) δημιουργήθηκε το 2015 ως μετεξέλιξη και μετονομασία του κόμματος Union pour un mouvement populaire του οποίου ιδρυτής υπήρξε ο Jacques Chirac, ενώ τελευταίος Πρόεδρος του UMP υπήρξε και ο Nikolas Sarkozy ο οποίος είχε κινήσει και τις διαδικασίες το 2014 για τον μετασχηματισμό του κόμματος.

[4] Σ.τ.μ.: Αμερικανός δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος και λομπίστας. Από το 2016 συμμετείχε στην ομάδα συμβούλων του Donald Trump για τις προεδρικές εκλογές.

[5] Σ.τ.μ.: Αναφορά στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου κατά τον Πόλεμο της Ινδοκίνας (1946 – 1954) μεταξύ των γαλλικών αποικιακών στρατευμάτων και του Εθνικού Στρατού του Βιετνάμ, απ’ τη μια, και του Λαϊκού Στρατού του Βιετνάμ και των Βιετμίνχ απ’ την άλλη. Ο Πόλεμος της Ινδοκίνας κατέληξε στην πανωλεθρία του αποικιακού στρατού των Γάλλων και, μαζί με τις εξεγέρσεις στην Αλγερία, άνοιξε τη συζήτηση για την αποαποικιοποίηση των υπερπόντιων περιοχών που υπάγονταν στη République.

[6] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

[7] Σ.τ.μ.: «Cisgender», όρος που υποδηλώνει τα άτομα που νιώθουν άνετα, οικεία και αυθεντικά με το φύλο τους.

[8] [H υποσημείωση λείπει λόγω μη παραχώρησης άδειας – Σ.τ.μ.]

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ResPublica.gr εδώ.

Posted in Mark Lilla | Tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Ο αγώνας κατά των αφαιρέσεων και η ανάδειξη ενός εθνικού σχεδίου. Η προβληματική της νεοελληνικής ιδιομορφίας στο βιβλίο του Αρίστου Δοξιάδη, το Αόρατο Ρήγμα.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε πρίν αρκετά χρόνια, τον Μάϊο του 2014 περίπου, και επρόκειτο να δημοσιευθεί σε ένα περιοδικό αλλά τελικά αυτό δεν συνέβη. Δημοσιεύθηκε χρόνια αργότερα στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού Φρέαρ και τώρα το αναρτώ κι εδώ στο προσωπικό μου ιστολόγιο. Τα γράφω αυτά γιατί υπάρχουν (λίγα εισαγωγικά) στοιχεία στο εσωτερικό του κειμένου που μαρτυρούν την περίοδο που γράφτηκε. 

Το Αόρατο Ρήγμα είναι ένα βιβλίο που δεν έχει απλώς έναν επικαιρικό χαρακτήρα περιορισμένο στην περίοδο της κρίσης όταν και δημοσιεύθηκε (το 2013). Πρόκειται για ένα βιβλίο που μας δείχνει έναν τρόπο να προσεγγίζουμε την ελλαδική κοινωνία. Για τούτο πιστεύω ότι πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο. Τα όσα ακολουθούν είναι κατ’ ουσίαν μία προσπάθεια να προσδιοριστεί αυτός ο τρόπος. 

Του Λεωνίδα Σταματελόπουλου

Τη χρονιά που μας πέρασε εκδόθηκε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που βρίσκεται εβδομάδες τώρα, στην κορυφαία θέση των πωλήσεων στην κατηγορία του δοκιμίου. Πρόκειται για το έργο του Αρίστου Δοξιάδη, Το Αόρατο Ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2013. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης αλλά ανακινεί ζητήματα που όφειλαν να ανήκουν στην ημερήσια διάταξη κάθε σοβαρής συζήτησης για τον ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο λόγος είναι ότι ο Δοξιάδης θέτει ορισμένους καταστατικούς όρους ως προϋπόθεση σύλληψης του τρόπου λειτουργίας της ελλαδικής κοινωνίας που η σημασία τους υπερβαίνει την τρέχουσα κρίση, όσο σοβαρή κι αν είναι αυτή. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση δεν είναι παρά μία αφορμή για να ξεδιπλώσει την προβληματική του· το βιβλίο άλλωστε, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο πρόλογο, ξεκίνησε να συγγράφεται πολύ πρίν από την κρίση.

Πέρα από τις καθ’ ύλην, οικονομολογικής υφής, παρατηρήσεις, η σημαντικότερη εισφορά του βιβλίου είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται τα ζητήματα που θέτει. Στην αρχή του βιβλίου ο ορίζοντας που προσανατολίζει τον συγγραφέα εκφράζεται με γενικούς, οιωνεί γνωσιολογικούς, όρους. Το πρόβλημα που ο συγγραφέας θέτει στο εαυτό του είναι –με τα ίδια του τα λόγια – η ανάγκη του να καταλάβει «πώς ταιριάζουν οι εμπειρικές παρατηρήσεις» του «με τις αναλύσεις των θεωρητικών οικονομολόγων και με τον λόγο των πολιτικών παρατάξεων» (σελ. 11).  Η γενικότητα των όρων δεν πρέπει να μας παραπέμψει στο κοινότοπο, αλλά θεμελιώδες ούτως ή άλλως, πρόβλημα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας ή ιδεολογίας και πρακτικών. Στα όσα έπονται ο συγγραφέας στέκεται στο χάσμα ανάμεσα σε θεωρία και πραγματικότητα που έχει διανοιχθεί ειδικά στον τόπο μας. Τα στοιχεία της γενικής οικονομικής θεωρίας που θα αξιοποιηθούν στην εργασία τους καλούνται να συναρμοστούν με την παρατήρηση του συγκεκριμένου. Το βιβλίο του Δοξιάδη δεν κομίζει μόνον ένα διαφορετικό τρόπο πραγμάτευσης του υλικού του, αρθρώνει συγχρόνως κριτική κατέναντι των κυρίαρχων εξηγήσεων της κρίσης, γεγονός που εξ ανάγκης θα οδηγήσει σε διαφορετική πρόταση για την ανασυγκρότηση της ελλαδικής οικονομίας. Γνώμονας είναι πάντοτε ότι οι όροι θα ταιριάζουν, κατά την έκφραση του συγγραφέα, στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (σ. 19).

Εκείνο που είναι σημαντικό στην περίπτωση μας είναι ο διαφορετικός διανοητικός προσανατολισμός του συγγραφέα, ο οποίος για να το πούμε σχηματικά έγκειται στην κατ’αρχάς αποκοπή του από κανονιστικές προθέσεις που έρχονται έξωθεν στην ελλαδική κοινωνία και στην προσπάθεια του διαγνώσει την ιδιαίτερη ορθολογικότητα που τη διαπερνά Με άλλα λόγια, η βασική πρόθεση του έργου του είναι η διατύπωση μιας συνεκτικής πρότασης για την αξιοποίηση των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και δυναμικών, ιδεολογιών και νοοτροπιών προς την κατεύθυνση της ανατίμησης Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας

Στα εισαγωγικά μας σχόλια τονίστηκε η διάσταση του διανοητικού προσανατολισμού του συγγραφέα. Είναι και αυτή που θέλουμε να αναδείξουμε στο σύντομο αυτό σημείωμα. Εύλογα μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι ο προσανατολισμός αποτυπώνεται κυρίως στη μέθοδο· δηλαδή, στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού. Ο  Δοξιάδης συντάσσεται με μία συγκεκριμένη ερευνητική παράδοση, αναφερόμενος ρητά στη  νεοθεσμική προσέγγιση. Δεν θα ήταν ιδιαίτερα γόνιμο να προβούμε εδώ σε λεπτομερή ανάλυση της θεωρητικής αυτής μεθόδου. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει – και με πολύ γενικούς όρους – η νεοθεσμική θεωρία, δεν συνιστά παρά έναν άλλον όρο για μία πολυπαραγοντική ανάλυση, στην οποία εμπεριέχονται και οι άτυπες πρακτικές, δίχως μία εξ υπαρχής δοσμένη ιεράρχηση των παραγόντων αυτών. Σε γενικές γραμμές η νεοθεσμική προσέγγιση προσπαθεί να συνθέσει την οικονομική ανάλυση με την ανάλυση των θεσμών και ιδιαίτερα την αλληλεπίδραση των οικονομικών συμπεριφορών και θεσμών ως προς την οικονομική επίδοση της κάθε εθνικής οικονομίας. Οι θεσμοί αποτελούν τους επίσημους κανόνες που την ορίζουν αλλά στην περίπτωση της νεοθεσμικής ανάλυσης περιλαμβάνονται σε αυτούς και οι άτυποι κανόνες που διέπουν τις κοινωνικές συμπεριφορές. Σημαντική διάσταση της ερευνητικής μεθόδου είναι, επίσης, η έμφαση που αποδίδει στο συγκεκριμένο ατομικό, στους συγκεκριμένους δρώντες και όχι στην όλη κοινωνία. Η εικόνα της τελευταίας θα προκύψει μετά τη μελέτη των ατομικών δρώντων. Συνεπώς, η νεοθεσμική παράδοση εντάσσεται στην θεωρητική παράδοση του μεθοδολογικού ατομισμού, ο οποίος αρνείται τον μεθοδολογικό ολισμό που ξεκινά από την εκ των προτέρων σύλληψη του γενικού για να φωτίσει  τα επιμέρους. Εδώ, δηλαδή, η πορεία είναι αντίστροφη, καθώς δίδεται έμφαση στις συγκεκριμένες πρακτικές των συγκεκριμένων οικονομικών δρώντων για να προχωρήσει κατόπιν στις θεωρητικές γενικεύσεις. Έπειτα από τα παραπάνω δεν είναι συμπτωματική η αποστροφή του συγγραφέα προς τις αφαιρέσεις των υψιπετών γενικών θεωρήσεων που, το κυριότερο, εφαρμόζονται άκριτα στην ελλαδική περίπτωση. Ο συγγραφέας αποδύεται σε έναν διμέτωπο, τρόπον τινά, θεωρητικό αγώνα ο οποίος έχει πολιτικές απολήξεις. Ήδη από τη  αρχή του βιβλίου του κάνει λόγο για τις τεχνοκρατικές αλλά και για τις αριστερές αφαιρέσεις (σελ. 20-26). Ο σκοπός του δεν είναι αυστηρά θεωρητικός. Μέριμνά του είναι να τις εντοπίσει, σχηματικά σίγουρα αλλά με διανοητική εντιμότητα, να αναδείξει τις ιδεολογικές τους χρήσεις και τις παρεπόμενες ψευδαισθητικές τους λειτουργίες –ιδίως στον δημόσιο διάλογο.

Η τεχνοκρατική αφαίρεση ταυτίζεται στην ουσία της με το νεοκλασικό υπόδειγμα. Οι θεράποντες της διανοητικής αυτής παράδοσης προχώρησαν σε διαδοχικές αφαιρέσεις αποβάλοντας κατ’αρχάς  από την ανάλυση τους τις τάξεις, όπως και κάθε κοινωνικό προσδιορισμό· εξοβέλισαν την ύλη από τα προϊόντα διακρίνοντας μονάχα μείξεις αφηρημένων συντελεστών, και, τέλος, παρέκαμψαν την κρατική εντοπιότητα, δηλαδή το εθνικό κράτος, ωσάν αυτό να είχε κατηργηθεί. Τα ιδεώδη τους υποκατέστησαν την πραγματικότητα – θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε. Απέναντι σε αυτές τις αφαιρέσεις ο Δοξιάδης κρατάει το νήμα των κοινωνικών προσδιορισμών και τη θέση των υποκειμένων στον καταμερισμό της εργασίας, προσδίδει στα προϊόντα την υλικότητά τους, σκέπτεται γύρω από τις διαδικασίες παραγωγής τους, όπως και γύρω από τις συνέπειές τους στο χώρο των νοοτροπιών και της ιδεολογίας. Τέλος, επαναφέρει την έννοια της εθνικής οικονομίας που αντιστοιχεί σε μία διαστατή πραγματικότητα και η οποία αλληλεπιδρά με άλλες οικονομίες υπενθυμίζοντας μας συγχρόνως ότι η Ευρώπη «δεν είναι πολιτικό υποκείμενο. Είναι ένα σύνολο από εθνικές κυβερνήσεις, κόμματα, κοινοβούλια, ψηφοφόρους, καθώς και από υπερεθνικούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχουν αυστηρά ορισμένες αρμοδιότητες»(σ. 234).

Από την άλλη πλευρά, οι αριστερές αφαιρέσεις εκφράστηκαν, και συνεχίζουν να εκφράζονται, μέσα από τρία βασικά θεωρητικά και ιδεολογικά σχήματα. Καταγωγικά, στην κλασική μαρξιστική εκδοχή τους, τοποθετούσαν στο επίκεντρο τη βασική αντίθεση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία βλέποντας μόνον την ταξική αντίθεση ανάμεσα σε κεφαλαιοκρατία και εργατική τάξη. Η ανάδυση της ευρωπαϊκής, πολύμορφης μεσαίας τάξης καθώς και το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του κράτους, της εργοδοσίας και της εργατικής τάξης έθεσε στο πολιτικό περιθώριο την παραπάνω διαίρεση. Μεταπολεμικά αναδείχθηκε εξ αριστερών μία νέα διαίρεση· αυτή ανάμεσα στην ανεπτυγμένη μητρόπολη και την εξαρτημένη περιφέρεια, για να περάσουμε στα τελευταία χρόνια στην αντίθεση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και τους εργαζόμενους, τους πραγματικούς παραγωγούς. Οι αριστερές αφαιρέσεις, εν συνόλω θεωρούμενες, παρακάμπτουν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ιδιαίτερα πολωμένη ταξικά, ενώ συγχρόνως την χαρακτηρίζει η «πολυσθένεια» των υποκειμένων (όρο που ο Δοξιάδης αντλεί από τον Κ. Τσουκαλά). Ακόμη περισσότερο, δεν αναλύονται οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοποίησης στην Ελλάδα κι ως εκ τούτου δεν διαμορφώνεται ένα αντίστοιχο πολιτικό σχέδιο.

Οι κριτικές ενστάσεις του Δοξιάδη έναντι των αφαιρέσεων είτε τεχνοκρατικής, είτε αριστερής κοπής δεν εξαντλούνται στα παραπάνω. Αποτελούν στόχους τις κριτικής του είτε σε ιδιαίτερες υποενότητες, είτε σε παρεκβάσεις καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο συχνά διαλογική την υφή του έργου του.

Ο Α. Δ. δίνει έμφαση στον όρο νεοθεσμική προσέγγιση αλλά η μεθοδολογική καινοτομία της εργασίας του εδράζεται αλλού. Καταφάσκει στην έννοια της ελληνικής ιδιομορφίας την οποία δεν ανάγει στον απόλυτο βαθμό που θα την έκανε ευπίφορη στην απλώς ιδεολογική της αξιοποίηση – άλλωστε ο ίδιος ο Δοξιάδης κάνει λόγο για την ιδιομορφία του καπιταλισμού σε κάθε χώρα. Η ελληνική ιδιομορφία τίθεται στην προοπτική ενός συγκεκριμένου πλαισίου που προϋποθέτει, και παραπέμπει,  στη συγκριτική ανάλυση. Σημειώνει ο συγγραφέας: «Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε (η υπογράμμιση του ιδίου) από τις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα κι όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες» (σελ. 37). Με την παρατήρησή του αυτή αναγνωρίζεται ότι η έννοια της ιδιομορφίας δεν τίθεται στο κενό. Η ιδιαιτερότητα προκύπτει από τη σύγκριση με τις «ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες». Στο ερώτημα γιατί να επιλεγούν οι δυτικές κοινωνίες ως μέτρο σύγκρισης δίνεται και η απάντηση ότι θέλουμε να συγκλίνουμε με αυτές στο επίπεδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των κοινωνικών υπηρεσιών.  Από τη σύγκριση αυτή θα ανακύψει και η εννοιολογία αφού εννοιολογικές μορφές που προέκυψαν από τη μελέτη των δυτικών κοινωνιών θα συγκριθούν με εννοιολογικές μορφές που αναδεικνύονται από τη μελέτη της ελλαδικής συνθήκης. Με τον τρόπο αυτό θα προκύψει η ελλαδική ιδιαιτερότητα της οικονομικής και κοινωνικής μας οργάνωσης. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώνεται μία ένταση στο εσωτερικό της λογικής του. Αν κάθε χώρα έχει τον δικό της ιδιόμορφο καπιταλισμό, τότε σε τι συνίσταται η κατασκευή της έννοιας «ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες»; Σε ποιο ιδεότυπο αναφέρεται; Θα μπορούσε να ενταχθεί κάθε χώρα σε αυτόν τον ιδεότυπο; Απαντούμε εμείς· φυσικά και όχι. Η «ιδιομορφία» έχει νόημα ως όρος όταν τα χαρακτηριστικά μιας χώρας είναι τέτοια που αποκλίνουν σε κρίσιμες όψεις της έννοιας «ανεπτυγμένη δυτική κοινωνία». Και η Ελλάδα προδήλως ανήκει σε αυτές –δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι αποκλίσεις της είναι τέτοιας έκτασης όσο οι αποκλίσεις άλλων χωρών. Αλλά το πρόβλημα δεν τίθεται μόνο με αφηρημένους όρους· η προϊούσα ενσωμάτωση της Ελλάδας στον διεθνή καπιταλισμό το έθεσε με οξύτητα στην ιστορική διαχρονία. Η ενσωμάτωση στην ανάλυσή των άτυπων, αλλά όχι λιγότερο θεσμισμένων, πρακτικών, αυτών που δεν ἐχουν θέση στο δημόσιο λόγο τον οδηγεί σε συμπεράσματα που υπερβαίνουν τις θεωρητικές ορθοδοξίες και τούτο γιατί αναδεικνύει όψεις του κοινωνικού βίου που καλούν σε θεματοποίηση και εννοιολογική εκλέπτυνση. Ακόμη περισσότερο θα πρέπει να αξιοποιηθούν για την ανάταξη της οικονομίας: «Έχουμε επιλογές και πρακτικές των οικογενειών και των ατόμων, που είναι άτυπες νόρμες που θα μπορούσαν να είναι πηγές ανάπτυξης αν η δημόσια πολιτική τις αναγνώριζε και τις αξιοποιούσε. Το “μυστικό του κεφαλαίου” στον επιτυχημένο δυτικό καπιταλισμό, όπως γράφει ο De Soto, είναι ότι οι νομοθέτες “ανακάλυψαν” το νόμο που υπάρχει μέσα στις κοινωνικές πρακτικές, δεν τον κατασκεύασαν μέσα στη γυάλα. Αντίθετα, στον Τρίτο κόσμο συχνά η νομοθεσία έρχεται εισαγόμενη από τις δυτικότροπες ελίτ που δεν βλέπουν καθαρά τι συμβαίνει στη δική τους οικονομία» (σ. 175). Αυτή όμως η προβληματική δεν έχει την καταγωγή της στη νεοθεσμική θεωρία αλλά συνοδεύει το ελλαδικό κράτος σχεδόν από τη σύστασή του –έστω κι αν λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, με ποικίλα περιεχόμενα και άλλες στοχεύσεις.

Η εκ μέρους του Δοξιάδη διακηρυγμένη (μερική) ελευθερία έναντι της μεθόδου του επιτρέπει μιαν ορισμένη ευελιξία στην απόπειρα σύλληψης του προς έρευνα αντικειμένου. «Αντικείμενο» εδώ είναι οι βαρύνουσας σημασίας όψεις των οικονομικών και κοινωνικών πρακτικών εν σχέσει προς την κρίση και η απόπειρα διατύπωσης προτάσεων για την εν καιρώ υπέρβασή της. Υπό την έννοια αυτή πέραν της μεθόδου και της ιδιαίτερης ματιάς του συγγραφέα σημασία έχει η δοκιμασία τους στο συγκεκριμένο. Είναι η τελευταία που προσδιορίζει και τη λεπταισθησία της κρίσης ενός εκάστου. Εύλογο είναι βέβαια ότι δεν γίνεται εδώ να λάβει χώρα μία λεπτομερή ανάλυση των αναλύσεων του στα επιμέρους. Αυτό που μπορεί να σημειωθεί είναι ότι η μικρή επιχείρηση και οι συνεταιρισμοί, ο τουρισμός και η ναυτιλία, η γεωργία και η παιδεία, η διοίκηση, η εκπαίδευση και οι συνοδές νοοτροπίες αναλύονται και πάντοτε συγκρίνονται με αντίστοιχες των ανεπτυγμένων χωρών, όχι για να κριθούν και καταδικασθούν, αλλά για να αναφανούν οι ιδιαίτερες λειτουργίες τους, καθώς και να υποδειχθούν τρόποι αξιοποίησης τους. Το ελλαδικό κράτος ακολουθεί έναν άλλον δρόμο και τούτο κατοπτρίζεται κυρίως στη νομοθεσία μέσα από την οποία εκφράζονται οι δημόσιες πολιτικές του. Προσπαθεί να ρυθμίσει την κοινωνία καταρτίζοντας (πιθανόν και μεταφράζοντας θα σχολιάζαμε εμείς) νόμους που δεν μπορούν να εφαρμοστούν στα καθ’ημάς, δίχως καμία μελέτη των επιπτώσεων που θα έχουν. Όμως «το πρόβλημα με τους ανεφάρμοστους νόμους είναι ότι κάνουν ζημιά και όταν εφαρμόζονται και όταν δεν εφαρμόζονται» (σ. 82). Όταν με τη σειρά του ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται γύρω από τις κατ’ όνομα προτεραιότητες που θέτουν οι νόμοι – κι αφού έχουν τεθεί εκτός του ορίζοντά μας οι καθημερινές μας εμπειρίες οι οποίες παραμένουν δίχως νοηματοδότηση, ανερμήνευτες – ή γύρω από γενικούς και αφηρημένους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, η γενικευμένη υποκρισία είναι το αποτέλεσμα. Η εμβάθυνση στην αναντιστοιχία ανάμεσα στις διακηρύξεις και την πραγματικότητα δεν είναι η μόνη εισφορά του έργου. Το έργο του Δοξιάδη ερεθίζει τη σκέψη ακόμη περισσότερο όταν είτε εξηγεί είτε ερμηνεύει τις καθημερινές πρακτικές και νοοτροπίες της κοινωνίας μας. Οι οικογενειακές στρατηγικές, η προσοδοθηρία, ο καιροσκοπισμός εξηγούνται και διακριβώνεται η ορθολογική λειτουργία τους στο πλαίσιο του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού.

Η βασική αιτία της ελλαδικής κρίσης, που δεν εξοβελίζει τις υπόλοιπες αλλά αναδεικνύεται σε καθοριστική, βρίσκεται  στη διάκριση ανάμεσα σε διεθνώς εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες (σελ. 196). Η σημασία της διάκρισης εκκινεί από τη σπουδαιότητα του εμπορικού ελλείμματος για κάθε εθνική οικονομία. Πρόκειται για το αόρατο ρήγμα μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων που αναπτύσσεται κυρίως στο 16ο κεφάλαιο αλλά ακολουθεί την ανάλυση του Δοξιάδη σε πλήθος πεδία (ενδεικτικά και μόνον: εν σχέσει προς την υφή των μεγάλων επιχειρήσεων, σελ. 65 κ.εξ., 92-94, εν σχέσει προς το υφιστάμενο νομοθετημένο πλαίσιο σελ. 87, σχετικά με τον χαρακτήρα της μεσαίας τάξης, σελ. 103-107, κ.α.), τέμνοντας την κυρίαρχη αφήγηση του βιβλίου, ενώ λανθάνει μονίμως όπου γίνεται λόγος για ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της οικονομίας.  Η σταδιακή διόγκωσή του χάσματος συνυφάνθηκε με τη σταδιακή κατακυριάρχηση των πρακτικών των εισαγωγών και της κατανάλωσης έναντι των εξαγωγών. Οι κοινωνικές πρακτικές συνυφάνθηκαν με τις αντίστοιχες νοοτροπίες για να οδηγήσουν με τη σειρά τους στις ποικίλες αποκρυσταλλώσεις κοινωνικών τάσεων που αγκάλιασαν το σύνολο κοινωνικό σώμα. Εδώ όμως βρισκόμαστε συγχρόνως ενώπιον ενός θεμελιώδους πολιτικού προβλήματος: από «τη στιγμή που παγιώθηκε το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης στο εθνικό εισόδημα, ήταν πολύ δύσκολο, από πολιτική άποψη, να μειωθεί το έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο, γιατί το έλλειμμα ήταν άμεσα συνενδεμένο με το βιοτικό επίπεδο της εκλογική βάσης των κομμάτων» (σ. 189). Ανεξάρτητα λοιπόν από τις υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές διαιρέσεις και κομματικές εκπροσωπήσεις τους ο ελληνικός καπιταλισμός «χαρακτηρίζεται από τη συμβίωση των μεγάλων προμηθευτών του Δημοσίου και του μικροκαπιταλισμού. Και οι δύο αυτοί τρόποι παραγωγής απειλούνται από τον καπιταλισμό της συσσώρευσης παραγωγικών πόρων και της καινοτομίας. Γι’αυτό, και παρ’όλες τις αντιθέσεις τους, είχαν οικοδομήσει επί δεκαετίες μια συμμαχία που δεσπόζει στο πολιτικό σύστημα της χώρας, και μια σιωπηρή συναίνεση για το τι επιτρέπεται και τι διώκεται σ’αυτή τη χώρα. Η συμμαχία αυτή όριζε την ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού, αυτή που έφτασε σε αδιέξοδο το 2009» (σ. 70).

Το βιβλίο αυτό προβάλλει την αξίωση για μία ευρύτερη επίδραση καθώς δεν είναι γραμμένο κατά τα ακαδημαϊκά πρότυπα, δίχως να στερείται ακαδημαϊκής θεμελίωσης· το αντίθετο. Οι προσανατολισμοί που θέτει δύνανται να μπολιάσουν όχι μόνον την οικονομική ανάλυση αλλά και την πολιτική κοινωνιολογία ή ακόμη και την κοινωνιολογία του νεοελληνικού πολιτισμού. Συνιστά όχι μία ολοκληρωμένη απάντηση στα προβλήματα που θέτει αλλά χαράσσει τον δρόμο για μία διαφορότροπη και ουσιαστική σύλληψη της νεοελληνικής κοινωνίας και την αντίστοιχη διαμόρφωση ενός προγράμματος σπουδής της και χάραξης δημόσιων πολιτικών.

Ο ρηχός, δηλαδή ο απροϋπόθετος, φιλελευθερισμός ειρωνεύεται την αντίληψη περί ελληνικής ιδιαιτερότητας: «Η απελευθέρωση της αγοράς που λειτούργησε σε όλο τον κόσμο δεν ταιριάζει στις ιδιομορφίες μας…Γενικώς για κάθε λύση έχουμε μία ιδιαιτερότητα…Κι έτσι κινδυνεύουμε να πάθουμε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Μια ιδιαιτερότητα που δεν χωρά στην Ευρώπη» (Πάσχος Μανδραβέλης, «Το πολιτισμικό Grexit», Καθημερινή 9/2/2013). Σίγουρα ο λόγος περί ελληνικής ιδιαιτερότητας μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα – όπως κάθε λόγος μπορεί να χρησιμεύσει σε ποικίλες προοπτικές και για να νομιμοποιήσει ποικίλα συμφέροντα. Αλλά μόνον στο πλαίσιο ενός λόγου περί ελληνικής ιδιαιτερότητας μπορεί να αναπτυχθεί μία προβληματική γόνιμη, μακριά από πάσης φύσεως ριζοσπαστισμούς, που θα προσπαθεί να ανατιμήσει την παρουσία του Έθνους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας δίχως να συντρίψει τις κοινωνικές δομές και βελτιώνοντας ή πρακτικές όπως αυτές έχουν φθάσει σε εμάς ίσαμε σήμερα. Νύξη εμπεριέχουν τα λόγια του Δοξιάδη: «Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση κεφαλαίου» (σελ. 44).

Στα παραπάνω δόθηκε έμφαση στη θεμελιώδη κατά την εκτίμησή μας όψη του έργου του. Δεν είναι η μόνη, και πλήθος εμπειρικού χαρακτήρα παρατηρήσεις το διαπερνούν. Ευελπιστούμε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού να προβάλλουμε ορισμένες θέσεις με άξονα τα όσα ο ίδιος γράφει για τη δημόσια διοίκηση και θέτοντας τις σε σχέση προς το ζήτημα του «ποιος φταίει», εισφέροντας ορισμένες κριτικές ενστάσεις, με την ελπίδα να είναι γόνιμες.

Ο Αρίστος Δοξιάδης αυτοκατανοείται ως κεντροαριστερός. Από τους συμμετέχοντες στην κίνηση των 58, έχει αναφερθεί στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός «ριζοσπαστικού κέντρου». Σε αντίθεση με την αυτοκατανόησή του κυρίου Δοξιάδη, όσο διάβαζα το βιβλίο του αισθάνθηκα ότι τα όσα γράφει συνταιριάζουν με ένα απόσπασμα του Έντμουντ Μπέρκ από τους Στοχασμούς για την Επανάσταση στη Γαλλία – δηλωτικό της απόστασής του Α. Δ. από κάθε είδους ριζοσπαστισμό:

«Υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από τη μοναδική εναλλακτική ανάμεσα στην απόλυτη καταστροφή, από τη μια, και τη συντήρηση χωρίς καμιά μεταρρύθμιση από την άλλη. Spartam nactus est; Hanc exorna [σ.τ.μ. Σπάρτην ἔλαγχες· κείνην κόσμει]. Αυτός είναι ένας εξαιρετικά συνετός κανόνας και δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή ενός έντιμου μεταρρυθμιστή. Δεν μπορώ να συλλάβω πως οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι δυνατόν να φθάσει σε τέτοιο βαθμό έπαρσης, ώστε να θεωρεί ότι η χώρα του δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία carte blanche, ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο μπορεί να μουντζουρώσει ό,τι ευαρεστηθεί. Ένας καλοπροαίρετος θεωρητικός μπορεί να φλέγεται από την επιθυμία η κοινωνία του να είναι φτιαγμένη διαφορετικά απ’ ό,τι είναι, μολαταύτα, ένας καλός πατριώτης και ένας πραγματικός πολιτικός εξετάζει πάντα πως θα αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τα υπάρχοντα υλικά της χώρας του».

(Έντμουντ Μπέρκ (Edmund Burke), Στοχασμοί για την Επανάσταση στη Γαλλία, μεταφρ. Χ. Γρηγορίου, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2010, σ. 207).

Πρώτη δημοσίευση εδώ

Posted in Εκ της διαχειρίσεως | Tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | 2 Σχόλια

Αυτονόητη η ακρισία

του Χρήστου Γιανναρά

Ο  κριτικός έλεγχος, οι αξιολογήσεις της ποιότητας, οι διαβαθμίσεις των ικανοτήτων και του μόχθου φιλοδοξούσαν κάποτε να έχουν εγκυρότητα. Δεν διεκδικούσε το αλάθητο η κριτική λειτουργία, αλλά και οι κοινωνίες δεν είχαν τόσο απροσχημάτιστα συμφιλιωθεί με την υποκατάσταση της κριτικής εγρήγορσης από το παιχνίδι των εντυπώσεων.

Η συνειδητοποίηση εξαφάνισης (ή περίπου) της κριτικής λειτουργίας για χάρη του ολοκληρωτισμού των «προκάτ» εντυπώσεων δημιουργεί παραλυτική ανασφάλεια – στην Ελλάδα εδώ και σαράντα έξι χρόνια, η αθόρυβη επιβολή της ακρισίας σίγουρα συνιστά απειλή. Είμαστε μια χώρα εμπεδωμένης ακρισίας, οι αξιολογήσεις γεννιούνται μόνο από τις εντυπώσεις.

Από το Δημοτικό κιόλας σχολείο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται, προκειμένου «να μην πληγωθούν συναισθηματικά» οι αμελείς, οι αδιάφοροι, οι φυγόπονοι. Για τον ίδιο λόγο οι άριστοι δεν βραβεύονται, ο μόχθος και η συνέπεια δεν καταξιώνονται. Ο «προοδευτικός» μηδενισμός (αυτή η contradictio in terminis) με λάβαρό του την ισοπέδωση όλων προς τα κάτω στέρησε και στερεί στα Ελληνόπουλα τη χαρά της άμιλλας, τη γόνιμη πρόκληση της αριστείας. Ως σήμερα. Με πείσμα.

Η έλλειψη κριτικής αξιολόγησης έχει ανεβάσει το ποσοστό των «λειτουργικώς αναλφάβητων» αποφοίτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικού – Γυμνασίου) σε επίπεδα εφιάλτη. Αλλά ούτε και στο Λύκειο αξιολογούνται οι μαθητές, δεν είναι ο κριτικός έλεγχος της γνώσης, που πρωτεύει. Πρωτεύει πάντα η απομνημόνευση, ο συμβιβασμός με την ακρισία. Και όσοι πετύχουν είσοδο στο πανεπιστήμιο, εκεί επίσης ο φορμαλισμός (το δίδυμο «παραδόσεις – εξετάσεις») γυμνώνει από κάθε χαρακτήρα κριτικής λειτουργίας (μετοχής) τη σπουδή. Ψυχοκτόνος τόσο η ανία των «από έδρας» ρητορευμάτων, όσο και η καθολίκευση της φαλκίδευσης των εξετάσεων.

Η συνειδητοποίηση εξαφάνισης (ή περίπου) της κριτικής λειτουργίας για χάρη του ολοκληρωτισμού των «προκάτ» εντυπώσεων δημιουργεί παραλυτική ανασφάλεια – στην Ελλάδα εδώ και σαράντα έξι χρόνια, η αθόρυβη επιβολή της ακρισίας σίγουρα συνιστά απειλή. Είμαστε μια χώρα εμπεδωμένης ακρισίας, οι αξιολογήσεις γεννιούνται μόνο από τις εντυπώσεις.

Κάποιες δεκαετίες τώρα, στην Ελλάδα, έχει πάψει να λειτουργεί ακόμα και η βιβλιοκρισία. Αλλοτε οι εφημερίδες είχαν μόνιμους συνεργάτες με αποκλειστικό έργο την κριτική του βιβλίου. Σήμερα οι λεγόμενοι «μεγαλοεκδότες» χαρτζιλικώνουν τον πρώτο τυχόντα ημι-εγγράμματο δημοσιογραφίσκο να αραδιάσει κονσερβαρισμένους, έσχατης μικρόνοιας επαίνους, για «λογοτεχνικά» σκαριφήματα σπαραχτικής μετριότητας. Η εξαγορά συμπληρώνεται με ακριβοπληρωμένες διαφημίσεις που οι Εκδότες προσφέρουν στην εφημερίδα.

Αναπόφευκτα το αλισβερίσι μεταφέρεται και στην «κριτική» του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής. Οταν η πολιτική κριτική έχει ολοκληρωτικά θυσιαστεί στο αλισβερίσι της κατασκευής και πώλησης εντυπώσεων (το ίδιο και η αθλητική άμιλλα), γιατί να εξαιρεθεί από την εκπόρνευση η βιβλιοκρισία, η κριτική θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής; Ακόμα και τα βραβεία που απονέμει το κράτος σε αξιόλογα (υποτίθεται) επιτεύγματα τέχνης, τα εξευτελίζει η ακρισία, γελοιοποιούνται. Οσο η αριστεία ατιμάζεται στα χρόνια του σχολείου, η ατίμωσή της γίνεται αυτονόητος κανόνας του δημόσιου βίου.

Οι επιτροπές που αποφασίζουν τα κρατικά εύγε (βραβεία), συγκροτούνται με συνεχώς προκλητικότερη ασχετοσύνη, από κραυγαλέες ασημαντότητες, δικτυωμένες όμως στα πλέγματα κατασκευής «ευπώλητων» σουξέ (κανάλια και απαίδευτους κόλακες της βιβλιοεκδοτικής ευτέλειας).

Όσοι εμπορεύονται τη γλυκόπιοτη μικρόνοια της μεγάλης μάζας, τον εθελούσιο κρετινισμό, τη βάναυση ακαλαισθησία, την αυθυπεράσπιστη αγραμματοσύνη, τη δήθεν ηδονή και τον τάχα αισθησιασμό, όλοι αυτοί μαζί πετυχαίνουν το μονοπώλιο καθορισμού της ποιότητας των ΜΜΕ.

Από τον επίσημα εμπορευματοποιημένο αθλητισμό (με λογική μαφίας και πρακτικές σωματεμπορίας) ώς την κωμωδία της στελέχωσης των «επιτροπών απονομής κρατικών βραβείων» και τις «κατά παραγγελίαν» βιβλιοκρισίες στον Τύπο, το θλιβερό υπουργείο μας Πολιτισμού κάνει ό,τι μπορεί για να είναι συνεπές στη γενικευμένη αυτοδιάψευση της ελληνικότητας.

Μάλλον είναι μάταιο και α-νόητο να περιμένει κανείς αυτοσυνείδηση αξιοπρέπειας και αντανακλαστικά αυτοσεβασμού από έναν λαό αποφασισμένον συμπλεγματικά, δύο αιώνες τώρα, να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Να αυτοακρωτηριαστεί, να αποκοπεί από τη γλώσσα του, από το άθλημα της δημοκρατίας και την κοινοτική του παράδοση, από το φως και το κάλλος της γης και των θαλασσών του, από τους θησαυρούς της μεταφυσικής του εμπειροπραγμοσύνης. «Να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι» – η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνόψισε την προεπιλεγμένη αυτοχειρία μας.

Τρεις γυναίκες στη (συμβολική) διαχείριση της Δημοκρατίας, του Πολιτισμού, της Παιδείας και μια τέταρτη, μπροστάρισσα Γιορτής για τα διακόσια χρόνια μεθοδικού αφανισμού της ελληνικής διαφοράς: Ναι, «γίναμε επιτέλους Ευρωπαίοι». Τουλάχιστον στον φεμινισμό, πετύχαμε, αλλά και στον κύριο στόχο του εξευρωπαϊσμού μας: να είμαστε τα γκαρσόνια και οι ξενοδόχοι για τις διακοπές των Ευρωπαίων – όλα τα εισοδήματά μας μόνο από τον «τουρισμό»: Το πετύχαμε.

Η τερατώδης καταστροφή και ο βανδαλισμός του πάγκαλου ελληνικού τοπίου, μοναδικού στον κόσμο – δεν μετράει. Ο αφανισμός και η απαξίωση της διαχρονικής αρχιτεκτονικής σοφίας των Ελλήνων – δεν λογαριάζεται. Η βαρβαρική αγλωσσία, η αποκοπή από εθισμούς και εκφραστική καλλιέπεια – δεν μας ενοχλεί. Το ξεπούλημα κάθε κοινωνικού πλούτου σε αδίστακτους μαφιόζους – ούτε. Η ντροπή μας (σωστή καταισχύνη) για τη δημοσιοϋπαλληλία, την ευτελισμένη εξαγορά ισόβιας σίτησης με αντάλλαγμα την ψήφο – ανήκεστο στίγμα. Η φορομπηχτική παράνοια, ο πνιγμός της αδικίας, η νυχθήμερη ντροπή της ραδιοτηλεοπτικής ξεφτίλας.

Βασιλικός στο αφτί μας οι αβράβευτοι, οι αγνοημένοι, οι ασυμβίβαστοι. Η «μέσα-Ελλάδα».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή την 14η Ιουνίου 2020. Μπορείτε να βρείτε το άρθρο εδώ.

Posted in Χρήστος Γιανναράς | Tagged , , , , , , , , | Σχολιάστε

Ο ελληνισμός στην οικονομία του μέλλοντος

Αρίστος Δοξιάδης και Γιώργος Πρεβελάκης μοιάζουν να έχουν ένα κοινό διανοητικό προσανατολισμό. Πρόσφατα μάλιστα ο πρώτος μίλησε σε εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του έργου του δεύτερου. Οικονομολόγος ο πρώτος, καθηγητής γεωπολιτικής ο δεύτερος έχουν σαν κοινό σημείο, εκτός των άλλων, ότι εργάζονται στο πεδίο ανάδειξης των ελληνικών ιδιομορφιών με πρόθεση να περιγράψουν λειτουργίες ακόμη και αρνητικές που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με τρόπο θετικό στην προοπτική αναβάθμισης του Έθνους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.  Το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του Γιώργου Πρεβελάκη έχει τον τίτλο Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας. Με αφορμή το βιβλίο ο Δοξιάδης εκθέτει ορισμένες σκέψεις.

του Αρίστου Δοξιάδη

Η μεγάλη κρίση που βιώνουμε θα αλλάξει τη θέση της Ελλάδας και του ελληνισμού στην παγκόσμια οικονομία. Το διακύβευμα της εποχής είναι: προς ποια κατεύθυνση; Στον δημόσιο λόγο και στους καφενέδες της επικράτειας κυριαρχούν τα απαισιόδοξα σενάρια. Αυτές τις ημέρες όμως εκδόθηκε ένα βιβλίο του Γιώργου Πρεβελάκη που προβάλλει μία αισιόδοξη εκδοχή. Τίτλος: «Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας» (εκδόσεις Economia).

Δεν αναπαράγω εδώ την ανάλυση του σημαντικού αυτού βιβλίου για τη θέση του ελληνισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για τον ρόλο του στη διαμόρφωση των δυτικών εθνών και για τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Σας προτρέπω να το διαβάσετε. Ο στόχος του συγγραφέα, όπως τον συνόψισε ο ίδιος, είναι να εντοπίσει τα προ-νεωτερικά στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, που ήταν μειονέκτημα στη νεωτερική εποχή, αλλά που στο μέλλον μπορούν να γίνουν πλεονέκτημα, καθώς τα εθνικά κράτη κλονίζονται από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία. Τα στοιχεία είναι: η μεγάλη επένδυση των οικογενειών στην παιδεία, η διαχρονική γλώσσα, ο τοπικισμός, τα διεθνή δίκτυα της διασποράς και της ναυτιλίας, τα θρησκευτικά δίκτυα και η διαμεσολαβητική θέση μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Τα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ίσων, που ξεκινούν από μικρές κοινότητες και απλώνονται στον διεθνή χώρο, μπορούν να επιβιώσουν και να ευημερήσουν σε συνθήκες γεωπολιτικής ρευστότητας καλύτερα από τις ιεραρχικές πυραμίδες των κρατών και των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Η ελληνική ναυτιλία είναι το γνωστό από δεκαετίες παράδειγμα. Τώρα αναδύονται σε όλο τον κόσμο τα δίκτυα της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου μικρές τοπικές κοινότητες δημιουργών συνεργάζονται περισσότερο με τους όμοιούς τους σε ξένες πόλεις απ’ ό,τι με τις παλαιού τύπου επιχειρήσεις της χώρας τους.

Η παιδεία είναι ένα ατομικό, φορητό κεφάλαιο που δεν απειλείται από κοινωνικές συγκρούσεις, δικτατορίες και εδαφικές διεκδικήσεις, όπως απειλούνται τα ακίνητα, οι εγκαταστάσεις και οι μετοχές. Θυμάμαι τον πατέρα μου το 1969 να με προτρέπει να σπουδάσω Ιατρική, με το επιχείρημα ότι τον ιατρό τον χρειάζονται και τον σέβονται παντού, αλλά και τον αριστερό αντιστασιακό συμμαθητή μου που έγινε δικηγόρος, για να μην εξαρτάται οικονομικά από το κράτος ή την εργοδοσία.

Οι τοπικές κοινότητες έχουν τη δυνατότητα να υπερβούν τις αγκυλώσεις του κράτους και να συνεργαστούν απευθείας με υπερεθνικούς οργανισμούς ή με δίκτυα ομολόγων. Μερικοί ελληνικοί δήμοι έχουν ανοίξει τέτοιες συνεργασίες: η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα, αλλά και πολύ νωρίτερα τα Ανώγεια της Κρήτης.

Η θρησκεία και η γλώσσα έχουν σημαντική αξία πέρα από τα όρια της ελληνικής επικράτειας. Συντηρούν την αίσθηση της ταυτότητας στη διασπορά και είναι βάση επικοινωνίας με τις ηγετικές ομάδες άλλων εθνοτήτων.

Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι βάσιμη η αισιοδοξία του Πρεβελάκη. Δυστυχώς όμως, η ιστορία μάς έχει κληροδοτήσει και ορισμένα άλλα στοιχεία που υπονομεύουν τη νέα εξωστρεφή ταυτότητα που σκιαγραφεί.

Δεν έχουμε αναπτυγμένο ήθος συνεργασίας. Η παιδεία χτίζει «ανθρώπινο κεφάλαιο» αλλά όχι απαραίτητα «κοινωνικό κεφάλαιο». Ο ιατρός που θα μετακομίσει στο Βερολίνο εξυπηρετεί ένα προσωπικό σχέδιο, αλλά δεν συμβάλλει σε κάποιον νέο ρόλο του «ελληνισμού», παρά μόνο αν συνεργάζεται συστηματικά με άλλους Έλληνες κάπου. Αλλά δεν υποτάσσουμε εύκολα το ατομικό συμφέρον σε ένα ομαδικό σχέδιο, γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους συνέλληνές μας ότι θα υποτάξουν και αυτοί το δικό τους. Αν δεν μάθουμε να εμπιστευόμαστε, η παιδεία γίνεται εργαλείο κατακερματισμού.

Έχουμε μάθει να διεκδικούμε περισσότερο, παρά να παράγουμε. Ο Πρεβελάκης περιγράφει πώς η κρατική εξουσία στην Ελλάδα εδραιώθηκε μοιράζοντας προσόδους και πώς η κρίση εκπροσώπησης ήρθε όταν στέρεψαν οι πηγές των, που ήταν τα δάνεια και οι μεταβιβάσεις από το εξωτερικό. Στην εξαετία της κρίσης, αντί να κοιτάξουμε πώς θα αρχίσουμε να παράγουμε περισσότερα προϊόντα, είδαμε να φουντώνει ακόμα περισσότερο ο λόγος της διεκδίκησης, σε μια μάταιη προσπάθεια να αναπαραγάγουμε τις επιτυχίες των καταλήψεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Τα δίκτυα δημιουργών και εμπόρων που θα απλωθούν σε όλο τον κόσμο δεν χτίζονται όσο κατασκευάζεις εχθρούς, αλλά όσο αναζητείς συνεταίρους σε άλλα έθνη.

Επιπλέον, δεν είναι βέβαιο ότι στη νέα οικονομία των δικτύων θα πάψει να έχει αξία ένα αποτελεσματικό εθνικό κράτος. Τα δίκτυα που δεν έχουν δική τους ενδοχώρα υστερούν συγκριτικά με αυτά που έχουν. Σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο ισχυρός ο έμπορος που έχει «δικούς του» παραγωγούς από αυτόν που κάνει απλή διαμεσολάβηση. Είναι πιο ισχυρός ο παραγωγός που έχει γύρω του καλή υποδομή και φιλικούς θεσμούς. Ο πρόεδρος Ομπάμα είπε προχθές για τις αμερικανικές εταιρείες που θέλουν να μεταφέρουν την έδρα τους: «Διατηρούν την πραγματική τους λειτουργία εδώ στις ΗΠΑ γιατί ωφελούνται από την αμερικανική υποδομή και τεχνολογία… Αλλά αποποιούνται την ιθαγένειά τους». Στο πλαίσιο αυτό, κατάργησε ορισμένα φορολογικά προνόμια που θα είχε η μεταφορά έδρας, και αμέσως μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία ακύρωσε τα σχέδιά της – για να μην χάσει το πλεονέκτημα της αμερικανικής εντοπιότητας.

Για να αποκτήσουμε, λοιπόν, έναν δημιουργικό ρόλο στην νέα εποχή, αξίζει να διατηρήσουμε πολλές από τις ιδιομορφίες μας, αλλά να αποβάλουμε τον ατομισμό, την εχθροπάθεια και το κράτος των προσόδων.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στην εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών Openfund.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή την 17η Απριλίου 2016. Για την παρούσα ανάρτηση λήφθηκε από την ηλεκτρονική ιστοσελίδα της εφημερίδας.

Posted in Αρίστος Δοξιάδης, Γιώργος Πρεβελάκης, Uncategorized | Tagged , , , , , , , , , , , , | 2 Σχόλια