Το κείμενο που ακολουθεί είναι βιβλιοκριτική μου που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον» (τχ. 1, χειμώνας 2013-2014, σελ. 195-199) και αφορούσε στο έργο του Στέλιου Ράμφου Time out. Η ελληνική αίσθησι του χρόνου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2012.
Οι αριθμοί στις αγκύλες αντιστοιχούν στις σελίδες της έντυπης έκδοσης.
Του Λεωνίδα Σταματελόπουλου
[195] Στέλιος Ράμφος, Time out. Ἡ ἑλληνικὴ
αἴσθησι τοῦ χρόνου, Ἁρμός, 2012
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖ ἀνεπτυγμένη μορφὴ ὁμιλίας ποὺ δόθηκε στὶς 16 Φεβρουαρίου 2012 σὲ ἐκδήλωση τοῦ Μεγάρου Μουσικῆς Ἀθηνῶν. Ὁμολογημένη πρόθεση τοῦ συγγραφέα εἶναι ἡ κατανόηση τοῦ νεοελληνικοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς συμβολικῆς τοῦ χρόνου του. Ἡ συνθετική του προσπάθεια εἶναι προφανὴς ἀλλὰ ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ περιορισμένη ἔκταση τοῦ κειμένου εἶναι ἀναντίστοιχη πρὸς τὸ τεράστιο ἔργο που ἀναλαμβάνει. Εὐεξήγητη λοιπὸν καὶ ἡ δυσχέρεια νὰ τὸ ἀναλύσουμε κριτικά. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν θὰ τὸ ἐντάξουμε, περιορισμένα καὶ ἐπιλεκτικὰ ἔστω, στὴν προβληματικὴ ποὺ ἐξέθεσε ὁ συγγραφέας στὸ βιβλίο του Ὁ καημὸς τοῦ ἑνός (2000) προκειμένου νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε πληρέστερα. Τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ράμφος θεωρεῖ ὅτι Ὁ καημὸς τοῦ ἑνὸς ἀποκρυσταλλώνει τὴν προβληματική του τῆς προγενέστερης περιόδου, καθιστᾶ νόμιμη, κατ’ ἀρχὰς, τὴν ἀναφορά μας σ’ αὐτό. Ὅπως σημειώνει σὲ ἕτερο ἔργο του, βασικὴ μέριμνά του ὑπῆρξε ἡ παρέμβαση στὰ πρότυπα καὶ στὶς ἀξίες μιᾶς παράδοσης ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἱστορικότητα (βλ. Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, 22006, σ. 10-11), μέριμνα ποὺ διαπερνᾶ καὶ τὸ τελευταῖο κείμενό του.
Πρώτιστο μέλημα τοῦ συγγραφέα εἶναι νὰ κατοχυρώσει τὴν βαρύνουσα σημασία τοῦ πολιτισμοῦ ὡς κεντρικοῦ πεδίου γιὰ τὴ σύλληψη τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς κρίσης. Εὐθὺς ἐξαρχῆς λοιπὸν ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἐμφανίζεται ὡς τὸ πεδίο ὅπου προβάλλεται ἡ ἴδια μας ἡ πολιτισμικὴ ταυτότητα. Γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ ἀπόφανσή του ἐναργής, ο Σ.Ρ. θὰ προβεῖ στὴ διαπίστωση ὅτι ἡ κρίση ἐμφανίζεται στὸ τέλος τῆς εὐνοϊκότερης, ὑπὸ τὴν ἔποψη τῶν συνθηκῶν, περιόδου τοῦ νέου ἑλλαδικοῦ κράτους. Ἡ ἄπλετη δημοκρατία, οἱ πρωτοφανεῖς ἐλευθερίες, τὸ ἐπίπεδο τῆς οἰκονομικῆς εὐημερίας, ἡ συμμετοχὴ στὸ ἀσφαλὲς πλαίσιο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀναφέρονται πρὸς ἐπίρρωση τῆς θέσης του. Μὲ δεδομένο λοιπὸν τὸν εὐνοϊκὸ χαρακτήρα τῆς μεταπολιτευτικῆς κατάστασης, ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰτίας τῶν σημερινῶν δεινῶν ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα, κατὰ Ράμφο, στοὺς ἴδιους τους Ἕλληνες καὶ στὴ νοοτροπία τους, δηλαδὴ στὸν πολιτισμό τους.
Μὲ τὴ σειρά της, ἡ πολιτισμική μας ταυτότητα συλλαμβάνεται κατ’ ἀρχὰς ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀσυμβίβαστου μεταξὺ παραδοσιακῆς κοινωνίας καὶ κράτους μὲ τὴν ἔνταση αὐτὴ νὰ ἀπολήγει στὴν παροῦσα οἰκονομικὴ κρίση. Ἠ θεωρητικὴ ἀπόπειρα τοῦ Ράμφου ἀποβλέπει στὸν φωτισμὸ τοῦ νεοελληνικοῦ βίου, ἔτσι έξετάζει φαινόμενα ὅπως ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης ἀνάμεσα σὲ πολίτη καὶ κράτος, ἡ προτεραιότητα κάθε ὀργανωμένης μερικότητας (κόμμα, συντεχνία, ἰδιαίτερος τόπος) ἔναντί του κεντρικοῦ κράτους καὶ κατ’ ἐπέκταση ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ Ἔθνους. Ὁ συγγραφέας τὰ θεωρεῖ ὅλα αὐτὰ μέσα ἀπὸ ὅ,τι αποκαλεῖ «ἑλληνικὴ αἴσθηση τοῦ χρόνου».
Βασικὸ σχῆμα τῆς ἀνάλυσής του εἶναι ἡ μετατροπὴ τοῦ χρόνου σὲ χῶρο στὸ πλαίσιο πάντα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Ἡ μετατροπὴ τοῦ χρόνου σὲ χῶρο δηλώνει τόσο τὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ παρόντος ὅσο καὶ τὴ συνακόλουθη ἀποφυγὴ σχεδιασμοῦ καὶ πρό- [196] βλεψης τοῦ μέλλοντος. Ἡ τάση τῶν Ἑλλήνων νὰ μετατρέπουν ἀέναα τὸν χρόνο σὲ χῶρο ὁδηγεῖ στὶς ἀγκυλώσεις τῆς κλειστῆς κοινωνίας· ἡ ἐξίσωση διατυπώνεται ἀφοριστικὰ καὶ αἰχμηρά: κλειστὸς τόπος, κλειστὸς χρόνος, κλειστὴ κοινωνία, κλειστὰ ἐπαγγέλματα. Στὴ συμβολική τοῦ χρόνου συγκεφαλαιώνονται ἡ νοοτροπία τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἡ ἐπενδυτικὴ ἐμμονὴ στὰ ἀκίνητα, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ἡ δόμηση τοῦ δημόσιου χώρου, ἡ γραφειοκρατία, τὸ κινηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Θεόδωρου Ἀγγελόπουλου, ἡ ἐπικράτηση τοῦ φθόνου στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία – γιὰ νὰ σταθοῦμε στὰ κυριότερα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ θίγει ἡ ἀνάλυση. Παρεπόμενο τῆς ἴδιας στάσης εἶναι ἡ ὑποπλασία τῆς δημόσιας σφαίρας καὶ ἡ ὑπερτροφία τῆς ἰδιωτικῆς.
Ἡ ρίζα τῆς νεοελληνικῆς αἴσθησης τοῦ χρόνου ἀνιχνεύεται στὴ θρησκευτικότητα τοῦ Ἕλληνα. Ἡ τάση μας νὰ μετατρέπουμε τὸν χρόνο σὲ χῶρο ὑπακούει σὲ «κάποιο πανάρχαιο –θρησκευτικῆς καταβολῆς – αἴτημα αἰωνιότητος» (σ.17). Ὁ λειτουργικὸς χρόνος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν μονομερῆ προσανατολισμό του στὴν αἰωνιότητα ὑπονομεύει, ἂν δὲν ἀναιρεῖ, τὴν ἔξοδο τοῦ πιστοῦ στὴν Ἱστορία. Ὑπὸ τὴν ἔποψη αὐτὴ εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ χρόνος τοῦ ἑορτολογίου ἀντιτίθεται στὸν χρόνο τῆς αὐτενέργειας καὶ τῆς δημιουργικότητας. Ἐγκλωβισμένος στὴν ἀκινησία ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει ὁ πόθος τῆς αἰωνιότητας, ὁ Ἕλληνας ἀποσύρεται ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ χρόνο, πράγμα ποὺ τὸν ὠθεῖ στὴν ἀνάπτυξη ἐσχατολογικῶν τάσεων. Πάσης φύσεως μεταϊστορικὲς φαντασιώσεις βρίσκουν ἐδῶ πρόσφορο ἔδαφος. Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴ δεσποτεία τοῦ τώρα καὶ στὸ ἦθος ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ αὐτό, ὁ Ράμφος ἀντιτάσσει τὴν ἀστικὴ (ὁ συγγραφέας δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο) ἀντίληψη περὶ χρόνου καὶ τὸ συνακόλουθο ἦθος του: «στὴν μακαρία προοπτική της ἀκινησίας δὲν βρίσκει θέσι τὸ μέλλον, ἡ πρόβλεψι, ὁ προγραμματισμός, ἡ μέθοδος, καθὼς ἐκμηδενζεται ἡ ροὴ τοῦ χρόνου, ἐνῶ ἡ ἀπραξία, ἡ ἀναβλητικότης, ἡ ἀδιαφορία ποὺ ἀκολουθοῦν, ἀναζητοῦν τὴν ἀσφάλεια τοῦ περίφρακτου χώρου» (σ. 23).
Τὸ κεντρικὸ αἴτημα ποὺ διαπερνᾶ τὸ κείμενο εἶναι ἡ ἀξίωση νὰ ἱστορικευθεῖ ἡ ἑλληνορθόδοξη θεολογικὴ παράδοση κατὰ τρόπο ποὺ προσομοιάζει στὴ διανοητικὴ ἱστορία τῆς Δύσης. Ἂν ἀναζητήσουμε στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας τὸ πληρέστερο παράδειγμα μία τέτοιας ἱστορίκευσης θὰ τὸ βροῦμε στὸν Χέγκελ. Ὁ τελευταῖος τοποθέτησε τὸν Χριστό, ἤτοι τὸ Ἀπόλυτο, στὴν Ἱστορία, ἀνοίγοντας ἔτσι τὸν δρόμο σὲ πολλὰ μεταγενέστερα θεολογικὰ ρεύματα ποὺ διεῖδαν σ’ αὐτὴν τὸ κατ’ ἐξοχὴν πεδίο τῆς αὐθυπέρβασης καὶ τῆς ἁγιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ὧς γνωστόν πάντως, τὸ ἔργο τοῦ Χέγκελ δὲν ὑπῆρξε μεμονωμένο προσωπικὸ ἐγχείρημα ἀλλὰ σύνοψη καὶ ἐπιστέγασμα τῶν φιλοσοφιῶν τῆς ἱστορίας ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ. Παράλληλη καὶ ἀντίστοιχη πρὸς τὴ γένεση καὶ ἀνάπτυξη τῆς διαφωτιστικῆς ἀντίληψης τῆς ἱστορίας εἶναι καὶ ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ ἀστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἐκφραστὴς τῶν νέων φιλοσοφικοϊστορικῶν ἀντιλήψεων καὶ συνακόλουθα, γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Ράμφου, φορέας μιᾶς νέας αἴσθησης τοῦ χρόνου. Ὁ συγγραφέας λοιπὸν ὁμιλεῖ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀστοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ ἀντιλήψεις γιὰ τὸν χρόνο καθὼς καὶ τὸ ἦθος του καθίστανται κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἀποτιμᾶται ὁ Ἕλληνας καὶ ὁ πο-[197] λιτισμός του. Ἡ υἱοθέτηση ὄψεων τῶν διαφωτιστικῶν καὶ ἀστικῶν σχημάτων σκέψης ἐξηγεῖ καὶ τὴν κριτικὴ τοῦ Ράμφου ὄχι μόνον ἀπέναντι στὴν παράδοση ἀλλὰ καὶ στὸ μεταμοντέρνο. Τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανὲς κατὰ τὴν ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ Ἀγγελόπουλου ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸ «συνειδητοασυνείδητο συνδυασμὸ ἀχρονικῆς καὶ μετανεωτερικῆς ματιᾶς» (σ. 31), ἐνῶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ πρωτεῖο τοῦ χώρου ἔναντι τοῦ χρόνου ἀποτελεῖ δομικὸ χαρακτηριστικό της μετανεωτερικῆς κατάστασης. Συνεπῶς, ἡ ἑλληνορθόδοξη ὀπτικὴ μοιάζει νὰ συναντιέται σὲ ἕνα βαθύτερο πεδίο μὲ τὴν μετανεωτερική.
Ἡ ὑπαγωγὴ τῆς νεοελληνικῆς ἐμπειρίας στὶς κατηγορίες τῶν σχέσεων χώρου καὶ χρόνου εἶναι ἐπισφαλὴς στὸν βαθμὸ ποὺ ἐπιδιώκεται νὰ ἀποτελέσει βάση τῆς κατανόησης τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας καὶ νοοτροπίας στὸ σύνολό τους. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἐγχείρημα νὰ συλληφθεῖ ἡ σύνολη ἑλληνικὴ πραγματικότητα διὰ τῆς αἴσθησης τοῦ χρόνου μοιάζει ἀτελέσφορο. Ὁ προβληματικὸς χαρακτήρας τοῦ ἐγχειρήματος ἐπιτείνεται ἀπὸ τὴν ἀδιαμεσολάβητη ἀναγωγὴ τοῦ παρόντος στὸ (ἐκκλησιαστικὸ/παραδοσιακὸ) παρελθόν. Αὐτὸ φαίνεται στὴν πραγμάτευση τοῦ ζητήματος τῆς γραφειοκρατίας καὶ τοῦ φθόνου. Στὴν περίπτωση τῆς γραφειοκρατίας, ὁ ἀναγνώστης δὲν κατανοεῖ ἂν ὁ συγγραφέας ἔχει κατὰ νοῦ τὴ γραφειοκρατία ἐν γένει ἢ τὴν ἑλλαδικὴ ὄψη της. Ὁρισμένες διατυπώσεις ἐνισχύουν τὴν πρώτη ἐκδοχὴ, ἄλλες τὴ δεύτερη. Ὡστόσο, ὁ θεσμὸς τῆς γραφειοκρατίας θεμελιώνεται κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἀπολυταρχικοῦ κράτους καὶ ἐκλεπτύνεται κατὰ τὴν ἀστικὴ ἐποχή, τὴν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ποὺ ἀναπτύσσεται ἡ διαφωτιστικὴ φιλοσοφία τῆς ἱστορίας μὲ κατ’ ἐξοχὴν φορέα της τὴν ἀστικὴ ὑποκειμενικότητα.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἑλλαδικὴ ἐκδοχὴ τῆς γραφειοκρατίας περισσότερο μοιάζει μὲ καρικατούρα, ἀφοῦ γιὰ τὴν ἀνάλυσή της ὁ Ράμφος, καὶ παρ’ όλες τὶς θεωρητικές του διακηρύξεις, δὲν ἐπιστρατεύει τὴν συμβολική τοῦ χρόνου. Ἡ μόνη ἀναφορά του στὸν χρόνο ἐδῶ βρίσκεται στὴν καταληκτικὴ διατύπωσή του: «ἀπώτερος λόγος ὑπάρξεως κάθε γραφειοκρατίας εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τοῦ τραγικοῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιφυλλάσσει συχνότατα τὸ μέλλον» (σ. 27). Μὲ τὴν παρατήρηση αὐτὴ μπορεῖ νὰ συμφωνήσει κανεὶς, ἀλλὰ σὲ ἄλλο ὁρίζοντα κατανόησης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ διαθέτει ὁ Ράμφος. Ἡ ἀντίληψη τοῦ τραγικοῦ δημιουργήθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Σ’ αὐτὴν κυριαρχεῖ ἡ κυκλικὴ ἀντίληψη περὶ χρόνου ποὺ μὲ τὴ σειρὰ τῆς θεμελιώνεται σὲ μία διαφορετικὴ τῆς νεωτερικῆς ἀντίληψη περὶ φύσεως, κοσμοθεωρητικὸς προσανατολισμὸς ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὶς γραμμικὲς ἀντιλήψεις τῶν φιλοσοφιῶν τῆς ἱστορίας τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἄλλωστε εἶναι ὁ προγραμματισμός, ἡ μέθοδος, ἡ πρόβλεψη ποὺ ἀξιώνουν νὰ ἀποκλείσουν τὸ τραγικὸ ἀπὸ τὸν βίο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί, ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ συγγραφέας, ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα κάθε γραφειοκρατίας – ἰδίως τῆς καλύτερα ὀργανωμένης.
Ἀναλύοντας τὸν φθόνο, ὁ συγγραφέας θὰ ἀναφερθεῖ στὸν ναρκισσσισμό, στὶς ἀπλήρωτες ἐπιθυμίες, στὴ μειωμένη αὐτοπεποίθηση. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὶς συλλογικὲς διαστάσεις ποὺ ἀποκτᾶ ὁ φθόνος στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία καταφεύγει στὴν ἀνθρωπολογικὴ προσέγγιση τονίζοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν βαρύνουσα σημασία τῆς [198] ὁμάδας γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἕλληνα. Ἐρωτήματα ποὺ εἶναι σύμφυτα μὲ τὴν ἀνάλυση τοῦ φθόνου, ὅπως ἡ ἰδεολογία τῆς ἰσότητας καὶ ἡ ἰδιαίτερη λειτουργία της στὶς νεοελληνικὲς συνθῆκες ἢ ἀκόμη ζητήματα ποὺ ἀνακύπτουν γύρω ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῶν θεσμῶν κ.λπ. δὲν τίθενται κάν. Ἐπιπλέον, ἡ ὑποπλασία τῆς θεσμικῆς ἀνάλυσης στὸν λόγο του τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀνεύρεση τῆς ρίζας τοῦ προβλήματος στὴν ὑποτροπὴ ἑνὸς πολιτισμικοῦ ἐλλείμματος αὐτοσυνειδησίας (σ. 47). Ἡ διάσταση τοῦ χρόνου τίθεται παρεμπιπτόντως στις διατυπώσεις του περί τοῦ ὑποκειμενικοῦ χρόνου ποὺ ἀργεῖ (σ. 47) κ.ἄ., ἀλλὰ τοῦτο δὲν σημαίνει τίποτε περισσότερο παρὰ ὅτι ἐνυπάρχει ἡ διάσταση τοῦ χρόνου σὲ κάθε ἀνθρώπινο ἐνέργημα. Ὁ ἁπλὸς ἐντοπισμός της δὲν ἀναδεικνύει τὴ συμβολική τοῦ χρόνου σὲ μείζονα ἑρμηνευτικὴ ἀρχή. Ἐν κατακλείδι, ἡ ὅλη ἀνάλυση τοῦ φθόνου ἐρείδεται πολὺ περισσότερο στὴν ἁπλὴ περιγραφὴ τοῦ φαινομένου, ἐνῶ ἡ διάσταση τοῦ χρόνου δὲν προσδίδει τίποτε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς κατανόησης τοῦ φθόνου καὶ τῆς ἔκτασής του στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία.
Δεδηλωμένη πρόθεση τοῦ συγγραφέα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ κατανόηση τῶν δεινῶν ἀλλὰ καὶ ἡ θεραπεία τους. Ἡ συνύφανση αὐτὴ (κατανόηση καὶ θεραπεία) ἔχει καταστατικὴ θέση στὴ σκέψη τοῦ Ράμφου καὶ διέπει καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἀναλύεται ἐδῶ. Στὸν Καημὸ τοῦ ἑνὸς σημειώνει: «Κάθε πολιτικὴ τιθασσεύσεως τῶν ἐθνικῶν ἀδρανειῶν προϋποθέτει ἐνεργοποιὸ προσπέλασι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ποῦ συντηρεῖ τώρα στὸν πετρωμένο ἐκκλησιαστικὸ συμβολισμὸ ἀκέραιο τὸ σύστημά τους» (σ. 220). Συνεπῶς, τὸ αἴτημα μιᾶς βαθύτερης ἰδεολογικῆς καὶ ψυχικῆς μεταστροφῆς τῶν ὀρθοδόξων μοιάζει αὐτονόητο: «Δὲν ἀρκεῖ ἑπομένως ἡ συμφωνία τῶν ἀπόψεων, ἀπαιτεῖται καὶ προκαταβολικὴ ἐσωτερικὴ προσαρμογὴ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν στὰ ἱστορικὰ δεδομένα, ἤγουν τὸν πολιτισμὸ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς διαμαρτυρομένης Δύσεως» (σ. 17 ).
Ἀκόμη κι ἂν προσοικειωθοῦμε τὴν προβληματική του Ράμφου καὶ υἱοθετήσουμε ὡς ὀρθὰ τὰ πορίσματα τῆς σκέψης του, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τεθοῦν μιὰ σειρὰ ἀπὸ ζητήματα. Οἱ διαμορφωμένες αὐτὲς παραδόσεις εἶναι προϊόντα διεργασιῶν αἰώνων. Ἀποκρυσταλλώθηκαν σὲ θεολογικὲς ζυμώσεις οἱ ὁποῖες ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τὸ συλλογικὸ πνεῦμα, προτοῦ μεταβληθοῦν σὲ ἱζήματα καὶ πολιτισμικὲς παραδόσεις ποὺ ἐπενεργοῦν στὴν ἱστορία. Πῶς μπορεῖ νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ἀνάλογων ζυμώσεων σὲ κοινωνίες ὅπως ἡ δική μας, ποὺ ἔχουν ἀποθρησκειοποιηθεῖ σὲ τεράστια ἔκταση; Ἔπειτα, κι ἂν ἀκόμη λάμβανε χώρα ἡ ὁλοθυμη μεταστροφὴ τῶν Ἑλλήνων πρὸς ζητήσεις θεολογικῆς ὑφῆς τοῦτο δὲν θὰ σήμαινε ὅτι αὐτὲς θὰ ἀπέδιδαν καρποὺς σὲ ὁρατὸ χρονικὸ ὁρίζοντα. Ὅμως γιὰ τὸν Ράμφο, τὸ αἴτημα γιὰ ἐσωτερική, δηλαδὴ ψυχικὴ καὶ ἰδεολογική, προσαρμογὴ τῶν Ἑλλήνων στὶς νέες συνθῆκες, ὁφείλει νὰ μετατραπεῖ σὲ ἁπτὸ πολιτικὸ κέλευσμα (σέλ. 54-57).
Ἐπὶ τῆ βάσει τῶν ἴδιων προκειμένων, καθίσταται μετέωρη ἡ ἔμφαση ποὺ προσδίδει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας στὴ μεταπολιτευτικὴ περίοδο. Ἄν, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ αἴσθηση τοῦ χρόνου ποὺ περιγράφει, διαπερνᾶ τὸν ἑλληνικὸ βίο ἀπὸ καταβολῆς, δὲν δύναται νὰ έξηγηθεῖ ὅτι ἡ κορύφωση τῆς κρίσης σημειώνεται ἀκριβῶς μὲ τὸ πέρας τῆς Μεταπολίτευσης – σὲ μιὰ περίοδο δη-[199] λαδὴ ποὺ οἱ ποικίλοι «ἀρχαϊσμοὶ» ὀπισθοχωροῦν σὲ βαθμὸ πρωτοφανῆ. Ὁ πολιτικοϊδεολογικός, κι ὄχι ἑρμηνευτκός, χαρακτήρας τῆς ὁμιλίας τοῦ Ράμφου διαφαίνεται καὶ σὲ ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του λόγου του. Στόχος τῆς κριτικῆς του εἶναι ἡ κοινωνία, ἐνῶ τὸ κράτος, πέρα ἀπὸ δευτερευούσης σημασίας νύξεις, ἀφήνεται στὸ ἀπυρόβλητο τῆς κριτικῆς ἢ, στὴν καλύτερη περίπτωση, ὑπονοεῖται ὅτι δὲν συνιστᾶ παρὰ ὀργανικὴ προέκταση τῆς κοινωνίας.
Ἡ ὁμιλία τοῦ Ράμφου περιέχει βεβαίως καὶ γόνιμες παρατηρήσεις. Λ.χ. σημειώνει ὁ συγγραφέας: «Τὸ πολιτικό μας σύστημα χαρακτηρίζει μιὰ ἀδιάκοπη ἀντιπαλότης καὶ ἀναμέτρησι κομμάτων καὶ ὁμάδων μὲ κοινὸ τόπο συναινέσεως τὴν συνενοχή. Στὴν ἄσπονδη συνενοχή τους οἱ σπαρασσόμενες φατρίες μοιράζονται τόσα, ὥστε οἱ θεσμοὶ ν’ ἀδειάζουν ἀπὸ περιεχόμενο» (σ. 27-28). Τούτη ἡ διαπίστωση συνδυάζει τὰ πορίσματα τῆς κοινωνικῆς ἱστορίας καὶ τῆς πολιτικῆς κοινωνιολογίας μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, καὶ συνεισφέρει στὴν κατανόηση τῶν φαινομένων ποὺ συζητᾶμε ἐδῶ.
Οἱ δικές μας ἐνστάσεις ποὺ προηγήθηκαν κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς κοινωνιολογικῆς κριτικῆς καὶ τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιφάσεων ἢ ἀσυνεπειῶν τῆς σκέψης τοῦ συγγραφέα. Μιὰ βαθύτερη κριτικὴ μπορεῖ νὰ ἐπισημάνει πτυχὲς τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης προωθητικὲς γιὰ τὴν ἱστορικὴ πράξη, δυνητικὰ τουλάχιστον. Σὲ κάθε περίπτωση, γιὰ τὴν σκέψη ποὺ ἀξιώνει νὰ συνδέσει τὰ κείμενα μὲ τὶς ἱστορικὲς πρακτικὲς, ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ἡ τριβὴ μὲ τὸ ἐπιστημονικὸ πεδίο ποὺ ἀποκαλεῖται ἱστορικὴ κοινωνιολογία τῆς θρησκείας. Ὑπ’ αὐτὸ τὸ πρίσμα, τὸ ζήτημά μας θὰ μποροῦσε νὰ συνοψιστεῖ στὸ ἐρώτημα: Ποιές ὄψεις τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης ἀξιοποιήθηκαν ἱστορικά, ἀπὸ ποιούς, σὲ ποιὰ κατεύθυνση καὶ γιατί; Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε τέτοιες ἢ παρεμφερεῖς ἐργασίες δὲν ἔχουν ἐπιχειρηθεῖ ἴσαμε σήμερα. Ἡ αὐθαίρετη σύνδεση τῶν κειμένων μὲ πτυχὲς τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας εἶναι μεθοδολογικὰ ἐσφαλμένη καὶ στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων μᾶς δίδει ὑποθέσεις ἐργασίας. Ἀλλὰ αὐτή μας ἡ κρίση δὲν ἰσχύει μόνον γιὰ τὴν ὁμιλία τοῦ Στέλιου Ράμφου.
Πολύ καλή κριτική. Αλλά μάλλον επιεικής. Ένας άνθρωπος που ζητάει «προκαταβολική προσαρμογήτων ελληνορθοδόξων στους ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες, σε τι διαφέρει από τους …μισιονάριους; Κι εν πάση περιπτώσει έχετε δει στα κείμενα του Ράμφου κάποια διεξοδική ανάλυση της πραγματικότητας, πέρα από λεκτικές πομφόλυγες;Με συγχωρείτε.Α.Κ.
Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας και για τον καλό σας λόγο κύριε Α.Κ.
Κατ’ ουσίαν επισημαίνετε ότι θα πρέπει κανείς να κινηθεί στον χώρο της θεολογικής κριτικής. Αυτό θα σήμαινε ένα τελείως διαφορετικό σημείωμα. Προσπάθησα να δώσω το στίγμα του σημειώματος λέγοντας ότι «Οἱ δικές μας ἐνστάσεις ποὺ προηγήθηκαν κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς κοινωνιολογικῆς κριτικῆς καὶ τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιφάσεων ἢ ἀσυνεπειῶν τῆς σκέψης τοῦ συγγραφέα. Μιὰ βαθύτερη κριτικὴ μπορεῖ νὰ ἐπισημάνει πτυχὲς τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης προωθητικὲς γιὰ τὴν ἱστορικὴ πράξη, δυνητικὰ τουλάχιστον». Πάντως ακόμη και μία θεολογική ανάλυση των κειμένων στο βαθμό που θα καταφύγει στην ιστορία (εκεί όπου αξιώνει να θέσει το ζήτημα ο Ράμφος) θα πρέπει να κινηθεί και στην ιστορική κοινωνιολογία της θρησκείας. Θέλω να πώ δεν αρκεί από μόνη της. Εκτός αν παρακάμψει πλήρως την προβληματική του Ράμφου και το εν γένει πρόβλημα της σχέσης θεολογίας και ιστορίας.