Ιδεολογικές χρήσεις της θεολογίας

Το κείμενο που ακολουθεί είναι βιβλιοκριτική μου που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον» (τχ. 1, χειμώνας 2013-2014, σελ. 195-199) και αφορούσε στο έργο του Στέλιου Ράμφου Time out. Η ελληνική αίσθησι του χρόνου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2012. 

Οι αριθμοί στις αγκύλες αντιστοιχούν στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. 

Του Λεωνίδα Σταματελόπουλου

[195] Στέλιος Ράμφος, Time out. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ
αἴ­σθη­σι τοῦ χρό­νου, Ἁρ­μός, 2012

Τὸ βι­βλί­ο ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη μορ­φὴ ὁ­μι­λί­ας ποὺ δό­θη­κε στὶς 16 Φε­βρου­α­ρί­ου 2012 σὲ ἐκδήλωση τοῦ Με­γά­ρου Μου­σι­κῆς Ἀ­θη­νῶν. Ὁ­μο­λο­γη­μέ­νη πρό­θε­ση τοῦ συγγραφέα εἶ­ναι ἡ κα­τα­νό­η­ση τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὑ­πὸ τὸ πρί­σμα τῆς συμ­βο­λι­κῆς τοῦ χρό­νου του. Ἡ συν­θε­τι­κή του προ­σπά­θει­α εἶ­ναι προ­φα­νὴς ἀλ­λὰ ἐκ τῶν πραγ­μά­των ἡ περιο­ρι­σμέ­νη ἔ­κτα­ση τοῦ κειμένου εἶ­ναι ἀναν­τί­στοι­χη πρὸς τὸ τε­ρά­στι­ο ἔρ­γο που ἀναλαμβά­νει. Εὐ­ε­ξή­γη­τη λοι­πὸν καὶ ἡ δυ­σχέ­ρει­α νὰ τὸ ἀναλύσουμε κριτικά. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν θὰ τὸ ἐν­τά­ξουμε, περι­ο­ρι­σμέ­να καὶ ἐ­πι­λε­κτι­κὰ ἔ­στω, στὴν προ­βλη­μα­τι­κὴ ποὺ ἐ­ξέ­θε­σε ὁ συγγραφέ­ας στὸ βιβλίο του Ὁ κα­η­μὸς τοῦ ἑ­νός (2000) προ­κει­μέ­νου νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε πλη­ρέ­στε­ρα. Τὸ ὅ­τι ὁ ἴ­διος ὁ Ράμφος θε­ω­ρεῖ ὅ­τι Ὁ κα­η­μὸς τοῦ ἑνὸς ἀποκρυ­σταλ­λώ­νει τὴν προ­βλη­μα­τι­κή του τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης πε­ρι­ό­δου, καθι­στᾶ νόμι­μη, κα­τ’ ἀρ­χὰς, τὴν ἀ­να­φο­ρά μας σ’ αὐ­τό. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ι σὲ ἕ­τε­ρο ἔρ­γο του, βα­σι­κὴ μέ­ρι­μνά του ὑ­πῆρ­ξε ἡ πα­ρέμ­βα­ση στὰ πρό­τυ­πα καὶ στὶς ἀ­ξί­ες μιᾶς πα­ρά­δο­σης ποὺ ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα (βλ. Ἱ­λα­ρὸν φῶς τοῦ κόσμου, 22006, σ. 10-11), μέ­ρι­μνα ποὺ δι­α­περ­νᾶ καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κεί­με­νό του.

Πρώ­τι­στο μέ­λη­μα τοῦ συγ­γρα­φέ­α εἶ­ναι νὰ κα­το­χυ­ρώ­σει τὴν βα­ρύ­νου­σα σημασία τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὡς κεν­τρι­κοῦ πε­δί­ου γιὰ τὴ σύλ­λη­ψη τῆς σύγ­χρο­νης νεο­ελ­λη­νι­κῆς κρί­σης. Εὐθὺς ἐξαρ­χῆς λοι­πὸν ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς τὸ πε­δί­ο ὅ­που προ­βάλ­λε­ται ἡ ἴ­δια μας ἡ πολιτισμικὴ ταυ­τό­τη­τα. Γιὰ νὰ κα­τα­στεῖ ἡ ἀ­πό­φαν­σή του ἐ­ναρ­γής, ο Σ.Ρ. θὰ προ­βεῖ στὴ δια­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ κρί­ση ἐμφανίζεται στὸ τέ­λος τῆς εὐ­νο­ϊ­κό­τε­ρης, ὑ­πὸ τὴν ἔ­πο­ψη τῶν συνθη­κῶν, περιόδου τοῦ νέ­ου ἑλ­λα­δι­κοῦ κρά­τους. Ἡ ἄ­πλε­τη δη­μο­κρα­τί­α, οἱ πρω­το­φα­νεῖς ἐλευ­θε­ρί­ες, τὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς εὐ­η­με­ρί­ας, ἡ συμ­με­το­χὴ στὸ ἀ­σφα­λὲς πλαί­σι­ο τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕ­νω­σης ἀ­να­φέ­ρον­ται πρὸς ἐ­πίρ­ρω­ση τῆς θέ­σης του. Μὲ δε­δο­μέ­νο λοι­πὸν τὸν εὐ­νο­ϊ­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς με­τα­πο­λι­τευ­τι­κῆς κα­τά­στα­σης, ἡ ἀνα­ζή­τη­ση τῆς αἰ­τί­ας τῶν σημερινῶν δει­νῶν ὁ­δη­γεῖ ἀ­να­πό­δρα­στα, κα­τὰ Ράμ­φο, στοὺς ἴ­διους τους Ἕλ­λη­νες καὶ στὴ νο­ο­τρο­πί­α τους, δη­λα­δὴ στὸν πο­λι­τι­σμό τους.

Μὲ τὴ σει­ρά της, ἡ πο­λι­τι­σμι­κή μας ταυ­τό­τη­τα συλ­λαμ­βά­νε­ται κα­τ’ ἀρ­χὰς ὑ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἀ­συμ­βί­βα­στου μεταξὺ πα­ρα­δο­σι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ κρά­τους μὲ τὴν ἔντα­ση αὐ­τὴ νὰ ἀπολήγει στὴν πα­ροῦ­σα οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση. Ἠ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀπόπει­ρα τοῦ Ράμ­φου ἀποβλέπει στὸν φω­τι­σμὸ τοῦ νεοελ­λη­νι­κοῦ βί­ου, ἔτσι έξετάζει φαινόμενα ὅ­πως ἡ ἔλ­λει­ψη ἐμπιστοσύνης ἀ­νά­με­σα σὲ πο­λί­τη καὶ κράτος, ἡ προ­τε­ραι­ό­τη­τα κά­θε ὀρ­γα­νω­μέ­νης μερικότη­τας (κόμ­μα, συν­τε­χνί­α, ἰδιαί­τε­ρος τό­πος) ἔ­ναν­τί του κεν­τρι­κοῦ κρά­τους καὶ κατ’ ἐ­πέ­κτα­ση ἔ­ναν­τι τοῦ ἴδιου τοῦ Ἔ­θνους. Ὁ συγγραφέας τὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­λα αὐτὰ μέ­σα ἀ­πὸ ὅ,τι αποκαλεῖ «ἑλ­λη­νι­κὴ αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου».

Βασικὸ σχῆ­μα τῆς ἀ­νά­λυ­σής του εἶναι ἡ με­τα­τρο­πὴ τοῦ χρό­νου σὲ χῶ­ρο  στὸ πλαί­σι­ο πάν­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Ἡ με­τα­τρο­πὴ τοῦ χρό­νου σὲ χῶ­ρο δηλώ­νει τόσο τὴν πρωτοκαθεδρί­α τοῦ πα­ρόν­τος ὅσο καὶ τὴ συ­να­κό­λου­θη ἀποφυγὴ σχε­δι­α­σμοῦ καὶ πρό- [196] βλεψης τοῦ μέλ­λον­τος. Ἡ τά­ση τῶν Ἑλ­λή­νων νὰ με­τα­τρέ­πουν ἀ­έ­να­α τὸν χρό­νο σὲ χῶ­ρο ὁ­δη­γεῖ στὶς ἀγ­κυ­λώ­σεις τῆς κλει­στῆς κοινω­νί­ας· ἡ ἐ­ξί­σω­ση δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἀ­φο­ρι­στι­κὰ καὶ αἰχ­μη­ρά: κλει­στὸς τό­πος, κλει­στὸς χρό­νος, κλει­στὴ κοι­νω­νί­α, κλει­στὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα. Στὴ συμ­βο­λι­κή τοῦ χρό­νου συγ­κε­φα­λαι­ώ­νονται ἡ νο­ο­τρο­πί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, ἡ ἐπενδυτικὴ ἐμμονὴ στὰ ἀ­κί­νη­τα, ἡ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ καὶ ἡ δό­μη­ση τοῦ δη­μό­σι­ου χώρου, ἡ γραφει­ο­κρα­τί­α, τὸ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Θε­ό­δω­ρου Ἀγγελόπουλου, ἡ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ φθό­νου στὴν ἑλ­λα­δι­κὴ κοι­νω­νί­α – γιὰ νὰ σταθοῦ­με στὰ κυ­ρι­ό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ θέ­μα­τα ποὺ θί­γει ἡ ἀ­νά­λυ­ση. Πα­ρε­πό­με­νο τῆς ἴ­διας στά­σης εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­πλα­σί­α τῆς δη­μό­σι­ας σφαί­ρας καὶ ἡ ὑπερ­τρο­φί­α τῆς ἰδιω­τι­κῆς.

Ἡ ρί­ζα τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς αἴ­σθη­σης τοῦ χρό­νου ἀ­νι­χνεύ­ε­ται στὴ θρησκευτικότητα τοῦ Ἕλλη­να. Ἡ τά­ση μας νὰ με­τα­τρέ­που­με τὸν χρό­νο σὲ χῶ­ρο ὑ­πα­κού­ει σὲ «κά­ποιο πα­νάρ­χαι­ο –θρη­σκευ­τι­κῆς κα­τα­βο­λῆς – αἴ­τη­μα αἰωνιότητος» (σ.17). Ὁ λει­τουρ­γι­κὸς χρό­νος τῆς Ἐκκλη­σί­ας μὲ τὸν μο­νο­με­ρῆ προσα­να­το­λι­σμό του στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα ὑ­πο­νο­μεύ­ει, ἂν δὲν ἀναι­ρεῖ, τὴν ἔ­ξο­δο τοῦ πι­στοῦ στὴν Ἱ­στο­ρί­α. Ὑ­πὸ τὴν ἔ­πο­ψη αὐ­τὴ εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι ὁ χρόνος τοῦ ἑορτο­λο­γί­ου ἀν­τι­τί­θε­ται στὸν χρό­νο τῆς αὐ­τε­νέρ­γει­ας καὶ τῆς δημιουργικότητας. Ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος στὴν ἀ­κι­νη­σί­α ποὺ τοῦ ἐ­πι­βάλ­λει ὁ πόθος τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­πο­σύ­ρε­ται ἀ­πὸ τὸν ἱ­στο­ρι­κὸ χρό­νο, πράγμα ποὺ τὸν ὠ­θεῖ στὴν ἀνάπτυ­ξη ἐ­σχα­το­λο­γι­κῶν τά­σε­ων. Πά­σης φύ­σε­ως με­τα­ϊ­στο­ρι­κὲς φαν­τα­σι­ώ­σεις βρί­σκουν ἐ­δῶ πρόσφο­ρο ἔ­δα­φος. Ἀ­πέ­ναν­τι σὲ αὐ­τὴ τὴ δε­σπο­τεί­α τοῦ τώ­ρα καὶ στὸ ἦ­θος ποὺ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀπὸ αὐ­τό, ὁ Ράμ­φος ἀν­τι­τάσ­σει τὴν ἀ­στι­κὴ (ὁ συγγραφέ­ας δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸν ὅρο) ἀντίλη­ψη πε­ρὶ χρό­νου καὶ τὸ συνακόλουθο ἦ­θος του: «στὴν μα­κα­ρί­α προ­ο­πτι­κή της ἀ­κι­νη­σί­ας δὲν βρί­σκει θέσι τὸ μέλ­λον, ἡ πρό­βλε­ψι, ὁ προ­γραμ­μα­τι­σμός, ἡ μέ­θο­δος, κα­θὼς ἐκμηδενζεται ἡ ρο­ὴ τοῦ χρό­νου, ἐ­νῶ ἡ ἀ­πρα­ξί­α, ἡ ἀ­να­βλη­τι­κό­της, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν, ἀ­να­ζη­τοῦν τὴν ἀ­σφά­λει­α τοῦ πε­ρί­φρα­κτου χώ­ρου» (σ. 23).

Τὸ κεντρικὸ αἴ­τη­μα ποὺ δι­α­περ­νᾶ τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἡ ἀ­ξί­ω­ση νὰ ἱ­στο­ρι­κευ­θεῖ ἡ ἑλληνορθόδο­ξη θε­ο­λο­γι­κὴ πα­ρά­δο­ση κα­τὰ τρό­πο ποὺ προ­σο­μοι­ά­ζει στὴ διανοητι­κὴ ἱστορία τῆς Δύ­σης. Ἂν ἀ­να­ζη­τή­σου­με στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς φι­λο­σο­φί­ας τὸ πλη­ρέ­στε­ρο παράδειγ­μα μί­α τέ­τοιας ἱ­στο­ρί­κευ­σης θὰ τὸ βροῦ­με στὸν Χέγκελ. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος το­πο­θέ­τη­σε τὸν Χρι­στό, ἤ­τοι τὸ Ἀ­πό­λυ­το, στὴν Ἱ­στο­ρί­α, ἀνοίγοντας ἔτσι τὸν δρόμο σὲ πολλὰ μεταγενέστε­ρα θε­ο­λο­γι­κὰ ρεύ­μα­τα ποὺ δι­εῖ­δαν σ’ αὐτὴν τὸ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν πε­δί­ο τῆς αὐθυπέρβα­σης καὶ τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὧς γνωστόν πάντως, τὸ ἔρ­γο τοῦ Χέγκελ δὲν ὑπῆρξε μεμονωμένο προ­σω­πι­κὸ ἐγχείρημα ἀλ­λὰ σύνοψη καὶ ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῶν φι­λο­σο­φι­ῶν τῆς ἱ­στο­ρί­ας ποὺ εἶχαν ἀ­να­πτυ­χθεῖ κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ. Πα­ράλ­λη­λη καὶ ἀντίστοιχη πρὸς τὴ γέ­νε­ση καὶ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς δι­α­φω­τι­στι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης τῆς ἱστορί­ας εἶναι καὶ ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα τοῦ ἀ­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πῆρ­ξε ὁ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν ἐκ­φρα­στὴς τῶν νέων φι­λο­σο­φι­κο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων καὶ συ­να­κό­λου­θα, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με μὲ τὴ γλώσ­σα τοῦ Ράμ­φου, φο­ρέ­ας μιᾶς νέ­ας αἴ­σθη­σης τοῦ χρόνου. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας λοι­πὸν ὁ­μι­λεῖ ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ ἀ­στοῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἀν­τι­λή­ψεις γιὰ τὸν χρό­νο κα­θὼς καὶ τὸ ἦ­θος του καθίστανται κρι­τή­ρι­α μὲ τὰ ὁποῖ­α ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ὁ Ἕλ­λη­νας καὶ ὁ πο­-[197] λι­τι­σμός του.  Ἡ υἱοθέτηση ὄ­ψε­ων τῶν διαφω­τι­στι­κῶν καὶ ἀ­στι­κῶν σχη­μά­των σκέ­ψης ἐ­ξη­γεῖ καὶ τὴν κρι­τι­κὴ τοῦ Ράμφου ὄ­χι μό­νον ἀ­πέ­ναν­τι στὴν πα­ρά­δο­ση ἀλ­λὰ καὶ στὸ με­τα­μον­τέρ­νο. Τοῦ­το εἶναι ἰδι­αί­τε­ρα ἐμ­φα­νὲς κα­τὰ τὴν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ ἔρ­γου τοῦ Ἀγ­γε­λό­που­λου ὅ­που γί­νε­ται λό­γος γιὰ τὸ «συ­νει­δη­το­α­συ­νεί­δη­το συν­δυ­α­σμὸ ἀ­χρο­νι­κῆς καὶ μετανεωτε­ρι­κῆς μα­τιᾶς» (σ. 31), ἐ­νῶ δὲν πρέ­πει νὰ ξε­χνᾶ­με ὅ­τι τὸ πρω­τεῖ­ο τοῦ χώ­ρου ἔ­ναν­τι τοῦ χρό­νου ἀ­πο­τε­λεῖ δο­μι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της με­τα­νε­ω­τε­ρι­κῆς κα­τά­στα­σης. Συ­νε­πῶς, ἡ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη ὀ­πτι­κὴ μοιά­ζει νὰ συ­ναν­τι­έ­ται σὲ ἕ­να βα­θύ­τε­ρο πε­δί­ο μὲ τὴν με­τα­νε­ω­τε­ρι­κή.

Ἡ ὑπαγωγὴ τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας στὶς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν σχέ­σε­ων χώ­ρου καὶ χρό­νου εἶναι ἐ­πι­σφα­λὴς στὸν βαθ­μὸ ποὺ ἐπιδιώκεται νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει βάση τῆς κα­τα­νό­η­σης τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ νο­ο­τρο­πί­ας στὸ σύ­νο­λό τους. Μὲ ἄλ­λα λό­γι­α, τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα νὰ συλ­λη­φθεῖ ἡ σύ­νο­λη ἑλ­λη­νι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δι­ὰ τῆς αἴ­σθη­σης τοῦ χρό­νου μοιά­ζει ἀ­τε­λέ­σφο­ρο. Ὁ προ­βλη­μα­τι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος ἐ­πι­τεί­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­δι­α­με­σο­λά­βη­τη ἀ­να­γω­γὴ τοῦ πα­ρόν­τος στὸ (ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ/πα­ρα­δο­σι­α­κὸ) πα­ρελ­θόν. Αὐτὸ φαίνεται στὴν πραγ­μά­τευ­ση τοῦ ζητήματος τῆς γρα­φει­ο­κρα­τί­ας καὶ τοῦ φθό­νου. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς γραφειο­κρα­τί­ας, ὁ ἀ­να­γνώ­στης δὲν κα­τα­νο­εῖ ἂν ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔ­χει κα­τὰ νοῦ τὴ γρα­φει­ο­κρα­τί­α ἐν γέ­νει ἢ τὴν ἑλ­λα­δι­κὴ ὄ­ψη της. Ὁ­ρι­σμέ­νες διατυπώσεις ἐνισχύουν τὴν πρώ­τη ἐκ­δο­χὴ, ἄλ­λες τὴ δεύ­τε­ρη. Ὡστόσο, ὁ θε­σμὸς τῆς γραφειοκρα­τί­ας θε­με­λι­ώ­νε­ται κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κοῦ κρά­τους καὶ ἐ­κλε­πτύ­νε­ται κα­τὰ τὴν ἀ­στι­κὴ ἐ­πο­χή, τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πε­ρί­ο­δο ποὺ ἀναπτύσσεται ἡ δι­α­φω­τι­στι­κὴ φι­λο­σο­φί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας μὲ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν φο­ρέ­α της τὴν ἀ­στι­κὴ ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα.

Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ ἑλ­λα­δι­κὴ ἐκ­δο­χὴ τῆς γρα­φει­ο­κρα­τί­ας πε­ρισ­σό­τε­ρο μοιά­ζει μὲ κα­ρι­κα­τού­ρα, ἀφοῦ γιὰ τὴν ἀ­νά­λυ­σή της ὁ Ράμ­φος, καὶ πα­ρ’ ό­λες τὶς θε­ω­ρη­τι­κές του δι­α­κη­ρύ­ξεις, δὲν ἐ­πι­στρα­τεύ­ει τὴν συμ­βο­λι­κή τοῦ χρό­νου. Ἡ μόνη ἀ­να­φο­ρά του στὸν χρό­νο ἐδῶ βρί­σκε­ται στὴν κα­τα­λη­κτι­κὴ δι­α­τύ­πω­σή του: «ἀ­πώ­τε­ρος λό­γος ὑ­πάρ­ξε­ως κά­θε γρα­φει­ο­κρα­τί­ας εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ τοῦ τραγικοῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­φυλ­λάσ­σει συ­χνό­τα­τα τὸ μέλ­λον» (σ. 27). Μὲ τὴν παρατήρη­ση αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ συμ­φω­νή­σει κα­νεὶς, ἀλ­λὰ σὲ ἄλ­λο ὁ­ρί­ζον­τα κατανό­η­σης ἀ­πὸ αὐ­τὸν ποὺ δι­α­θέ­τει ὁ Ράμ­φος. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ τρα­γι­κοῦ δημιουρ­γή­θη­κε στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ἀρ­χαι­ό­τη­τα. Σ’ αὐ­τὴν κυ­ρι­αρ­χεῖ ἡ κυ­κλι­κὴ ἀντίληψη πε­ρὶ χρό­νου ποὺ μὲ τὴ σει­ρὰ τῆς θε­με­λι­ώ­νε­ται σὲ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τῆς νε­ω­τε­ρι­κῆς ἀν­τί­λη­ψη πε­ρὶ φύ­σε­ως, κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμὸς ποὺ ἀπέ­χει ἀ­πὸ τὶς γραμ­μι­κὲς ἀν­τι­λή­ψεις τῶν φι­λο­σο­φι­ῶν τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ὁ προ­γραμ­μα­τι­σμός, ἡ μέ­θο­δος, ἡ πρό­βλε­ψη ποὺ ἀξι­ώ­νουν νὰ ἀ­πο­κλεί­σουν τὸ τρα­γι­κὸ ἀ­πὸ τὸν βί­ο τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που καί, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ τὰ ὅ­σα ση­μει­ώ­νει ὁ συγ­γρα­φέ­ας, ὅλα αὐτὰ ἀ­πο­τε­λοῦν χαρακτηριστι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα κά­θε γρα­φει­ο­κρα­τί­ας – ἰ­δί­ως τῆς κα­λύ­τε­ρα ὀργανω­μέ­νης.

Ἀ­ναλύοντας­ τὸν φθό­νο, ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἀ­να­φερ­θεῖ στὸν ναρ­κισσ­σι­σμό, στὶς ἀ­πλή­ρω­τες ἐ­πι­θυ­μί­ες, στὴ μει­ω­μέ­νη αὐ­το­πε­ποί­θη­ση. Γιὰ νὰ ἐ­ξη­γή­σει τὶς συλλογι­κὲς δι­α­στά­σεις ποὺ ἀ­πο­κτᾶ ὁ φθό­νος στὴν ἑλ­λα­δι­κὴ κοι­νω­νί­α καταφεύγει στὴν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὴ προ­σέγ­γι­ση το­νί­ζον­τας μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο τὴν βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α τῆς [198] ὁ­μά­δας γιὰ τὸν βί­ο τοῦ Ἕλ­λη­να. Ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ εἶναι σύμ­φυ­τα μὲ τὴν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ φθό­νου, ὅ­πως ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς ἰ­σό­τη­τας καὶ ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη λειτουργί­α της στὶς νε­ο­ελ­λη­νι­κὲς συν­θῆ­κες ἢ ἀ­κό­μη ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀνα­κύ­πτουν γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν αὐ­θεν­τί­α τῶν θε­σμῶν κ.λπ. δὲν τί­θεν­ται κάν. Ἐπιπλέον, ἡ ὑποπλα­σί­α τῆς θε­σμι­κῆς ἀ­νά­λυ­σης στὸν λό­γο του τὸν ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­νεύ­ρε­ση τῆς ρί­ζας τοῦ προ­βλή­μα­τος στὴν ὑ­πο­τρο­πὴ ἑ­νὸς πο­λι­τι­σμι­κοῦ ἐλλείμμα­τος αὐτοσυνει­δη­σί­ας (σ. 47). Ἡ δι­ά­στα­ση τοῦ χρό­νου τί­θε­ται παρεμπιπτόν­τως στις δια­τυ­πώ­σεις του περί τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ χρό­νου ποὺ ἀρ­γεῖ (σ. 47) κ.ἄ., ἀλ­λὰ τοῦτο δὲν ση­μαί­νει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρὰ ὅ­τι ἐ­νυ­πάρ­χει ἡ διά­στα­ση τοῦ χρόνου σὲ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο ἐ­νέρ­γη­μα. Ὁ ἁ­πλὸς ἐν­το­πι­σμός της δὲν ἀ­να­δει­κνύ­ει τὴ συμ­βο­λι­κή τοῦ χρό­νου σὲ μεί­ζο­να ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ ἀρ­χή. Ἐν κατακλεί­δι, ἡ ὅ­λη ἀνά­λυ­ση τοῦ φθό­νου ἐ­ρεί­δε­ται πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν ἁ­πλὴ πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ φαινο­μέ­νου, ἐ­νῶ ἡ δι­ά­στα­ση τοῦ χρό­νου δὲν προσ­δί­δει τί­πο­τε πρὸς τὴν κατεύθυν­ση τῆς κα­τα­νό­η­σης τοῦ φθό­νου καὶ τῆς ἔ­κτα­σής του στὴν ἑλλα­δι­κὴ κοινω­νί­α.

Δεδηλωμένη πρό­θε­ση τοῦ συγγραφέα δὲν εἶ­ναι ἁπλῶς ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν δεινῶν ἀλ­λὰ καὶ ἡ θε­ρα­πεί­α τους. Ἡ συ­νύ­φαν­ση αὐ­τὴ (κα­τα­νό­η­ση καὶ θε­ρα­πεί­α) ἔ­χει κα­τα­στα­τι­κὴ θέ­ση στὴ σκέ­ψη τοῦ Ράμφου καὶ δι­έ­πει καὶ τὸ ἔρ­γο ποὺ ἀ­να­λύ­ε­ται ἐ­δῶ. Στὸν Κα­η­μὸ τοῦ ἑ­νὸς ση­μει­ώ­νει:  «Κά­θε πο­λι­τι­κὴ τι­θα­σσεύ­σε­ως τῶν ἐθνικῶν ἀ­δρα­νει­ῶν προ­ϋ­πο­θέ­τει ἐ­νερ­γο­ποι­ὸ προ­σπέ­λα­σι τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πίστεως, ποῦ συν­τη­ρεῖ τώ­ρα στὸν πε­τρω­μέ­νο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ συμ­βο­λι­σμὸ ἀκέραιο τὸ σύ­στη­μά τους» (σ. 220). Συ­νε­πῶς, τὸ αἴτημα μιᾶς βα­θύ­τε­ρης ἰδεολογικῆς καὶ ψυ­χι­κῆς με­τα­στρο­φῆς τῶν ὀρ­θο­δό­ξων μοιά­ζει αὐ­το­νό­η­το: «Δὲν ἀρ­κεῖ ἑ­πο­μέ­νως ἡ συμ­φω­νί­α τῶν ἀ­πό­ψε­ων, ἀ­παι­τεῖ­ται καὶ προ­κα­τα­βο­λι­κὴ ἐσωτε­ρι­κὴ προ­σαρ­μο­γὴ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν στὰ ἱ­στο­ρι­κὰ δε­δο­μέ­να, ἤ­γουν τὸν πο­λι­τι­σμὸ τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς καὶ τῆς δι­α­μαρ­τυ­ρο­μέ­νης Δύ­σε­ως» (σ. 17 ).

Ἀκόμη κι ἂν προ­σοι­κει­ω­θοῦ­με τὴν προ­βλη­μα­τι­κή του Ράμ­φου καὶ υἱ­ο­θε­τή­σου­με ὡς ὀρ­θὰ τὰ πο­ρί­σμα­τα τῆς σκέ­ψης του, δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ τε­θοῦν μιὰ σει­ρὰ ἀπὸ ζη­τή­μα­τα. Οἱ δι­α­μορ­φω­μέ­νες αὐ­τὲς πα­ρα­δό­σεις εἶ­ναι προ­ϊ­όν­τα δι­ερ­γα­σι­ῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­καν σὲ θε­ο­λο­γι­κὲς ζυ­μώ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­πη­ρέ­α­σαν καθο­ρι­στι­κὰ τὸ συλ­λο­γι­κὸ πνεῦ­μα, προ­τοῦ με­τα­βλη­θοῦν σὲ ἱ­ζή­μα­τα καὶ πολιτισμι­κὲς πα­ρα­δό­σεις ποὺ ἐ­πε­νερ­γοῦν στὴν ἱ­στο­ρί­α. Πῶς μπορεῖ νὰ ἀποτελέσουν ἀν­τι­κεί­με­νο ἀνάλογων ζυ­μώ­σε­ων σὲ κοι­νω­νί­ες ὅ­πως ἡ δι­κή μας, ποὺ ἔ­χουν ἀ­πο­θρη­σκει­ο­ποι­η­θεῖ σὲ τε­ρά­στι­α ἔ­κτα­ση; Ἔ­πει­τα, κι ἂν ἀ­κό­μη λάμβανε χώ­ρα ἡ ὁ­λο­θυ­μη με­τα­στρο­φὴ τῶν Ἑλ­λή­νων πρὸς ζη­τή­σεις θε­ο­λο­γι­κῆς ὑ­φῆς τοῦ­το δὲν θὰ σή­μαι­νε ὅ­τι αὐτὲς θὰ ἀ­πέδιδαν καρ­ποὺς σὲ ὁ­ρα­τὸ χρο­νι­κὸ ὁρίζον­τα. Ὅμως γιὰ τὸν Ράμφο, τὸ αἴ­τη­μα γιὰ ἐ­σω­τε­ρι­κή, δη­λα­δὴ ψυ­χι­κὴ καὶ ἰδεο­λο­γι­κή, προ­σαρ­μο­γὴ τῶν Ἑλ­λή­νων στὶς νέ­ες συν­θῆ­κες, ὁφείλει νὰ μετατραπεῖ σὲ ἁ­πτὸ πο­λι­τι­κὸ κέ­λευ­σμα­ (σέλ. 54-57).

Ἐ­πὶ τῆ βά­σει τῶν ἴ­διων προ­κει­μέ­νων, κα­θί­στα­ται με­τέ­ω­ρη ἡ ἔμ­φα­ση ποὺ προσ­δί­δει ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας στὴ με­τα­πο­λι­τευ­τι­κὴ πε­ρί­ο­δο. Ἄν, μὲ ἄλ­λα λό­γι­α, ἡ αἴσθη­ση τοῦ χρό­νου ποὺ πε­ρι­γρά­φε­ι, δι­α­περ­νᾶ τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ βί­ο ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς, δὲν δύ­να­ται νὰ έξηγηθεῖ ὅτι ἡ κορύφωση τῆς κρίσης σημειώνεται ἀκριβῶς μὲ τὸ πέρας τῆς Με­τα­πο­λί­τευ­σης – σὲ μιὰ περίοδο δη-[199] λαδὴ ποὺ οἱ ποι­κί­λοι «ἀρ­χα­ϊ­σμοὶ» ὀ­πι­σθο­χω­ροῦν σὲ βαθ­μὸ πρωτοφανῆ. Ὁ πο­λι­τι­κοϊ­δε­ο­λο­γι­κός, κι ὄ­χι ἑρμηνευτκός, χα­ρα­κτή­ρας τῆς ὁ­μι­λί­ας τοῦ Ράμ­φου δι­α­φαί­νε­ται καὶ σὲ ἕ­να ἄλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του λό­γου του. Στό­χος τῆς κρι­τι­κῆς του εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α, ἐ­νῶ τὸ κρά­τος, πέ­ρα ἀ­πὸ δευ­τε­ρευ­ού­σης ση­μα­σί­ας νύ­ξεις, ἀ­φή­νε­ται στὸ ἀ­πυ­ρό­βλη­το τῆς κρι­τι­κῆς ἢ, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ὑπονοεῖται ὅ­τι δὲν συ­νι­στᾶ πα­ρὰ ὀργα­νι­κὴ προ­έ­κτα­ση τῆς κοι­νω­νί­ας.

Ἡ ὁ­μι­λί­α τοῦ Ράμ­φου πε­ρι­έ­χει βεβαίως καὶ γό­νι­μες πα­ρα­τη­ρή­σεις. Λ.χ. σημειώνει ὁ συγ­γρα­φέ­ας:  «Τὸ πο­λι­τι­κό μας σύ­στη­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζει μι­ὰ ἀ­δι­ά­κο­πη ἀν­τι­πα­λό­της καὶ ἀ­να­μέ­τρη­σι κομ­μά­των καὶ ὁ­μά­δων μὲ κοι­νὸ τό­πο συ­ναι­νέ­σε­ως τὴν συ­νε­νο­χή. Στὴν ἄ­σπον­δη συ­νε­νο­χή τους οἱ σπα­ρασ­σό­με­νες φα­τρί­ες μοιράζον­ται τό­σα, ὥ­στε οἱ θε­σμοὶ ν’ ἀ­δει­ά­ζουν ἀ­πὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο» (σ. 27-28). Τούτη ἡ διαπίστωση συνδυάζει τὰ πο­ρίσματα τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας μὲ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ τῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν ἀ­νά­λυ­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας, καὶ συνεισφέρει στὴν κα­τα­νό­η­ση τῶν φαινομένων ποὺ συζητᾶμε ἐδῶ.

Οἱ δικές μας ἐν­στά­σε­ις ποὺ προ­η­γή­θη­καν κι­νοῦνται στὸν χῶ­ρο τῆς κοινωνιολογι­κῆς κρι­τι­κῆς καὶ τῶν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ἀν­τι­φά­σε­ων ἢ ἀ­συ­νε­πει­ῶν τῆς σκέ­ψης τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Μιὰ βα­θύ­τε­ρη κρι­τι­κὴ μπορεῖ νὰ ἐπισημάνει πτυ­χὲς τῆς ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης προωθητικὲς γιὰ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πρά­ξη, δυνητικὰ τουλάχιστον. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, γιὰ τὴν σκέ­ψη ποὺ ἀ­ξι­ώ­νει νὰ συν­δέ­σει τὰ κείμε­να μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κὲς πρα­κτι­κὲς, ἀναγκαία προ­ϋ­πόθεση εἶναι ἡ τριβὴ μὲ τὸ ἐπι­στη­μο­νι­κὸ πε­δί­ο ποὺ ἀ­πο­κα­λεῖ­ται ἱ­στο­ρι­κὴ κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α τῆς θρη­σκεί­ας. Ὑπ’ αὐτὸ τὸ πρίσμα, τὸ ζή­τη­μά μας θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συ­νο­ψι­στεῖ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ποιές ὄ­ψεις τῆς ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης ἀ­ξι­ο­ποι­ή­θη­καν ἱ­στο­ρι­κά, ἀ­πὸ ποιούς, σὲ ποιὰ κα­τεύ­θυν­ση καὶ για­τί; Ἐξ ὅ­σων γνω­ρί­ζου­με τέ­τοιες ἢ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐρ­γα­σί­ες δὲν ἔ­χουν ἐπιχειρηθεῖ ἴ­σα­με σή­με­ρα. Ἡ αὐ­θαί­ρε­τη σύν­δε­ση τῶν κει­μέ­νων μὲ πτυ­χὲς τῆς κοι­νω­νι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι με­θο­δο­λο­γι­κὰ ἐ­σφαλ­μέ­νη καὶ στὴν κα­λύ­τε­ρη τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων μᾶς δί­δει ὑ­πο­θέ­σεις ἐρ­γα­σί­ας. Ἀλ­λὰ αὐ­τή μας ἡ κρί­ση δὲν ἰ­σχύ­ει μό­νον γιὰ τὴν ὁ­μι­λί­α τοῦ Στέ­λιου Ράμ­φου.

 

 

This entry was posted in Εκ της διαχειρίσεως and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

2 Responses to Ιδεολογικές χρήσεις της θεολογίας

  1. Ο/Η melpw λέει:

    Πολύ καλή κριτική. Αλλά μάλλον επιεικής. Ένας άνθρωπος που ζητάει «προκαταβολική προσαρμογήτων ελληνορθοδόξων στους ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες, σε τι διαφέρει από τους …μισιονάριους; Κι εν πάση περιπτώσει έχετε δει στα κείμενα του Ράμφου κάποια διεξοδική ανάλυση της πραγματικότητας, πέρα από λεκτικές πομφόλυγες;Με συγχωρείτε.Α.Κ.

  2. Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας και για τον καλό σας λόγο κύριε Α.Κ.

    Κατ’ ουσίαν επισημαίνετε ότι θα πρέπει κανείς να κινηθεί στον χώρο της θεολογικής κριτικής. Αυτό θα σήμαινε ένα τελείως διαφορετικό σημείωμα. Προσπάθησα να δώσω το στίγμα του σημειώματος λέγοντας ότι «Οἱ δικές μας ἐν­στά­σε­ις ποὺ προ­η­γή­θη­καν κι­νοῦνται στὸν χῶ­ρο τῆς κοινωνιολογι­κῆς κρι­τι­κῆς καὶ τῶν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ἀν­τι­φά­σε­ων ἢ ἀ­συ­νε­πει­ῶν τῆς σκέ­ψης τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Μιὰ βα­θύ­τε­ρη κρι­τι­κὴ μπορεῖ νὰ ἐπισημάνει πτυ­χὲς τῆς ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης προωθητικὲς γιὰ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πρά­ξη, δυνητικὰ τουλάχιστον». Πάντως ακόμη και μία θεολογική ανάλυση των κειμένων στο βαθμό που θα καταφύγει στην ιστορία (εκεί όπου αξιώνει να θέσει το ζήτημα ο Ράμφος) θα πρέπει να κινηθεί και στην ιστορική κοινωνιολογία της θρησκείας. Θέλω να πώ δεν αρκεί από μόνη της. Εκτός αν παρακάμψει πλήρως την προβληματική του Ράμφου και το εν γένει πρόβλημα της σχέσης θεολογίας και ιστορίας.

Σχολιάστε