Επιστροφή στον Γιανναρά

του Ευγένιου Αρανίτση

Τα μύρια κρούσματα αλληλοσπαραγμού που εκδηλώθηκαν στα παρασκήνια της εκκλησιαστικής διοίκησης για να μεταφερθούν εν συνεχεία στη σκηνή, είχαν σαν παράπλευρο αποτέλεσμα την επάνοδο, στην πλατεία, παρωχημένων αψιμαχιών γύρω απ’ το ζήτημα των αμφιταλαντεύσεων της ταυτότητάς μας, μολονότι, φυσικά, οι συζητήσεις αυτές, μέσα στον ορυμαγδό των εκκωφαντικών γενικεύσεων από τους κλακαδόρους, ακούστηκαν στο βάθος σαν σιγανό τρίξιμο παλιάς πόρτας. Καλύτερα να μην αναρωτηθούμε πού οδηγεί η πόρτα, αφού από πίσω παραμονεύει ο κίνδυνος να βρεθούμε εκεί όπου τα λογύδρια του Χριστόδουλου υπολογίζονται ως φυσική συνέχεια της Θεολογίας του Γρηγορίου Παλαμά. Κακώς έσπευσα να στρατευτώ στο ισχνό μέτωπο όσων σκόπευαν να γράψουν στις σελίδες του ελληνικού Τύπου περί διάκρισης, ξεχνώντας ότι κοινή γνώμη και διάκριση δεν θα συμφιλιωθούν ούτε στην κόλαση. Ας αρχίσω λοιπόν με την πλήρη σύγχυση που επικράτησε σαν επίσημη γλώσσα συνεννόησης μεταξύ αγοραίας θεολογίας και σχολιαστών των ΜΜΕ, επισημαίνοντας ότι εξακολουθεί να συναντάει κανείς ακόμη και οξυδερκείς ανθρώπους που δεν διστάζουν να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι τους πάντες, την παραεκκλησιαστική συμμορία, την Αυλή του Αρχιεπισκόπου, τους Πατριάρχες, τον Γιοσάκη, τον Τσάκαλο, τον Γιαννουλάτο και τους απανταχού «νεοορθόδοξους» με υποτιθέμενο ηγέτη τον Γιανναρά. Τέτοιοι άνθρωποι, οσονδήποτε εύστροφοι ή πολιτικά καλλιεργημένοι και αν είναι, στερούνται πάντως της ικανότητας να καταλάβουν εγκαίρως ότι, μιλώντας για ηθική και εξυγίανση, παίζουν το παιχνίδι του Καλλίνικου και του Ιγνάτιου, που μέλημά τους ήταν πάντα ο εντοπισμός λεκέδων στα ασπρόρουχα των κορασίδων σε συνδυασμό με επενδύσεις στον τομέα της φιλανθρωπίας. Πίσω απ’ τις χονδροειδείς απλουστεύεις παρόμοιου είδους, διαφεύγει το αληθινά σημαντικό ζήτημα, δηλαδή η στοιχειώδης έστω αντιδιαστολή δύο ριζικά αντιμέτωπων φιλοσοφιών ζωής, της Ορθοδοξίας και της δυτικής εκκοσμίκευσης.

Δεν λέω ότι η πρώτη δεν έχει μπει προ πολλού στη φάση του επιθανάτιου ρόγχου. Και, ενδεχομένως, η δεύτερη είναι όντως προτιμότερη αν αδημονούμε για τη συμμετοχή μας στον δυτικό παράδεισο της επιστημονικής και διοικητικής προόδου, εφόσον περί αυτού πρόκειται όπως μας λένε διαρκώς, όμως το να αντικρίζουμε τις δύο αντιλήψεις συνηρημένες σε μια πελώρια εννοιολογική μουντζούρα μού φαίνεται απαράδεκτο.

Εν ολίγοις είναι απαράδεκτο να αιωρείται η εντύπωση πως όλα όσα ενέχονται αυθεντικά ή πλασματικά στο σημαίνον «Ορθοδοξία» μεταφέρουν απαραιτήτως τον ίδιο κοινό παρονομαστή του θρησκόληπτου φανατισμού ή των κομπιναδόρων της σιμωνίας. Εδώ, τα πρόσωπα και τα σύμβολα, η λογοτεχνία, οι προσομοιώσεις, οι καρικατούρες των δεσποτάδων και ο απόκοσμος ερωτισμός της Μεγάλης Παρασκευής ρίχνονται στους πάγκους ανακατεμένα ώστε να προκύψει η εξ υποθέσεως τάχα γειτνίαση της ορθόδοξης αγιότητας με το φθονερό βλέμμα τού υπ’ αριθμόν δύο της ιεραρχίας κι έτσι να χάσουν την αιχμή τους και τα δύο. Είναι σαν εξαρτημένο ανακλαστικό· για όσους αισθάνονται ναυτία στη μυρωδιά του λιβανιού, ο απεριόριστα τρυφερός και απαράμιλλα ήρεμος λόγος περί προσευχής του Ισαάκ του Σύρου και οι τηλεοπτικές ανακοινώσεις της Αρχιεπισκοπής Αθηνών θεωρούνται χειρονομίες συγγενικές. Ομως δεν είναι το ίδιο. Αγάπη και δολιότητα δεν είναι καθόλου το ίδιο, όσο και αν η δεύτερη εκπαιδευόταν εδώ και αιώνες στο να επικαλείται την πρώτη με σταυροκοπήματα. Για να το πούμε λαϊκά, ιεροκήρυκες της ανέραστης και ανέμπνευστης ψευδοχριστιανικής συνθηματολογίας και ασκητές παραδομένοι στο ειδύλλιο με τη θεία σιγή όχι μόνον δεν είναι συνέταιροι αλλά επιτρέπεται να ορίσουμε τις πνευματικές τους ψήφους σαν τα αντίθετα άκρα στον άξονα ζωής/θανάτου.

Εν πάση περιπτώσει, το να λέμε ότι η Ορθοδοξία είναι ο Χριστόδουλος δεν διαφέρει και πολύ απ’ το να λέμε ότι ο μαρξισμός είναι ο Λαυρέντι Μπέρια. Μια και το ‘φερε η κουβέντα, ελάχιστα παρηγορεί το γεγονός ότι αυτό το αποφασιστικό (και τραγικό, στην κυριολεξία) έλλειμμα διάκρισης εγκαθίσταται στη συλλογική μας σκέψη εν ονόματι ενός πολύ πιο συμφέροντος μανιχαϊστικού σχήματος που απαιτεί να θέσουμε από τη μία μεριά την Εκκλησία και τη συντήρηση, κυρίως «εθνικοπατριωτική» συντήρηση, και απ’ την άλλη, την αγαθή και έντιμη προοδευτική Αριστερά που εκνευρίζεται απλώς και μόνο στη θέα τού ράσου εξαιτίας της ακροδεξιάς του προϋπηρεσίας. Καλά! Υποκύπτω στον πειρασμό να πω ότι η λεγόμενη ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων με πείθει πολύ περισσότερο από την επιστημονική ανάλυση των σφυγμομετρήσεων, χώρια που η τελευταία μοιάζει εκατό τοις εκατό μυστικιστική. Τουλάχιστον το παραμύθι της Ορθοδοξίας, ένα ορισμένο παραμύθι ειπωμένο από τον Βλαντιμίρ Λόσκι ας πούμε, συνδυάζεται θαυμάσια με την ανυποχώρητη προσήλωση ανθρώπων όπως ο υποφαινόμενος στην ακρόαση του φλοίσβου και των ψιθύρων που έρχονται από τις περιοχές του Παπαδιαμάντη και του Ελύτη.

Αυτός είναι ο λόγος που υποχρεώνομαι να συστήσω στους νεότερους αναγνώστες, ειδικά σ’ εκείνους που δεν ντρέπονται στην ιδέα ότι μπορεί να θεωρηθούν εκτός εποχής, δύο απ’ τα βιβλία του προαναφερθέντος Χρήστου Γιανναρά, το Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα (εκδ. «Δόμος») και το Καταφύγιο ιδεών (επίσης «Δόμος») που συζητήθηκαν αρκετά στον καιρό τους και που αξίζει τον κόπο να τα έχει κανείς υπ’ όψιν του πριν βιαστεί να αποφανθεί για ζητήματα τόσο ταλαιπωρημένα όσο αυτό της εθνικής ταυτότητας ή εκείνο του εξευρωπαϊσμού των θεσμών, εκκλησιαστικών και μη. Μπορεί βέβαια τα εν λόγω βιβλία να παραμένουν φτωχά σε λογοτεχνική δεινότητα και μπορεί ο συγγραφέας τους να μεροληπτεί υπέρ των θεσμικών αστερισμών του ακαδημαϊκού στερεώματος, αλλά το τι ακριβώς ή περίπου συνέβη στην Ελλάδα του 19ου και 20ού αιώνα στο επίπεδο των διακυβευμάτων της ελληνικής περίπτωσης γίνεται, εδώ, φανερό με το παραπάνω, φωτισμένο από τη διπλή σκοπιά τόσο των καταβολών όσο και των συνεπειών του. Ειδικά το Ορθοδοξία και Δύση καταντάει σχεδόν μονότονο με τον απηνή του ρεαλισμό.

Τέτοιες μελέτες μπορούν να δείξουν, ακόμη και σήμερα, για να μην πω ειδικά σήμερα, ότι οι φτηνές αντιπαλότητες στους κόλπους της λεγόμενης Εκκλησίας είναι ένας άριστος αντιπερισπασμός εις υγείαν των κορόιδων κι ότι το ζήτημα βρίσκεται αλλού. Πράγματι, εκτός από το να φανερώνουν την υστεροβουλία που υποκινεί τα παράλληλα παιχνίδια εξουσίας, οι κωμικές αυτές συγκρούσεις χρησιμεύουν επίσης στη σκηνή της συλλογικής μας συνείδησης (δηλαδή, για να ακριβολογούμε, στη σκηνή των ΜΜΕ) σαν ιδεώδης επιπωματισμός του κενού που αφήνει η αληθινά σημαντική συζήτηση όταν δεν γίνεται. Ποια συζήτηση; Αυτή στην οποία, είτε μας αρέσει είτε όχι, επιμένει ο Γιανναράς και η οποία μας προκαλεί να σκεφτούμε ότι το να μεταθέτουμε διαρκώς το ουσιαστικό δίλημμα σε απατηλούς ή γελοιογραφικούς αντικατοπτρισμούς (από δω η Ορθοδοξία, από κει η Αριστερά, από δω η Αρχιεπισκοπική, από κει η «Χρυσοπηγή», από δω η Ελλαδική Εκκλησία, από κει το Φανάρι, κ.τ.λ., κ.τ.λ.), είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος ώστε το γνήσιο δίλημμα να βρει τη θέση του κατειλημμένη όταν εμφανιστεί και, επομένως, να υποχρεωθεί σε υποχώρηση.

Στο μεταξύ, αν δεν στέκομαι στα ελαττώματα των δύο έργων που προτείνω σήμερα, δεν είναι βέβαια για να μη στενοχωρήσω τον Γιανναρά, πράγμα που θα έκανα εν ανάγκη, αλλά διότι η παράκαμψη θα ήταν άνευ νοήματος. (Φερ’ ειπείν -είναι κάπως αστείο- ο Γιανναράς διολισθαίνει συχνά στην αστοχία για την οποία δικαιολογημένα στηλιτεύει τους πουριτανούς, προβάλλοντας αθέλητα κατά τον ρου της αφήγησής του την ιδέα της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας σαν επισκεπτήριο αγαθής και θεάρεστης έκβασης -π.χ., θεωρώντας ότι «πέτυχε» κανείς άπαξ και έγινε γνωστός γιατρός ή δικηγόρος, έντιμο και αξιοπρεπές μέλος της κοινωνίας, έπαινοι που διανθίζουν εξίσου τον λόγο των ιεραρχών της «Ζωής», για τους οποίους δεν υφίσταται ποτέ ψυχικό ζήτημα αλλά πάντοτε ζήτημα «ηθικής ακεραιότητας» και «έγκριτου» κοινωνικά προφίλ. Ολοι οι υπόλοιποι «ανώνυμοι» συνιστούν συλλήβδην, για τον Γιανναρά, το υποκείμενο της «λαϊκής ευσέβειας» και τίποτα παραπάνω. Τους αδικεί λοιπόν με το να τους ζητάει να είναι μεν αυθόρμητοι και εμπειρικοί ορθόδοξοι Ανατολίτες αλλά να είναι ταυτόχρονα απαλλαγμένοι από τα ελαττώματα της πιάτσας, σπουδαγμένοι στη Γερμανία, κάτοχοι της ευγένειας των σαλονιών και να μη σπρώχνουν ο ένας τον άλλον στις ουρές, να μη φωνάζουν μέσα στα λεωφορεία κ.τ.λ.! Ισως τον ενοχλεί και ότι ρευόμαστε οι Ελληνες.)

Υποστηρίζω εν τούτοις ότι θα πρέπει να πλησιάσουμε ξανά τέτοια έργα υπό το πρίσμα της κακής ωφέλειας των ιστορικών εμπειριών που μεσολάβησαν. Το Ορθοδοξία και Δύση είναι ένα εκλαϊκευμένο ιστορικό σύγγραμμα που διαπραγματεύεται την περιπέτεια της αλλοτρίωσης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αρχής γενομένης από την εθελοντική προσχώρηση σοβαρών διανοουμένων, ήδη πριν απ’ την Αλωση, στη γοητεία του δυτικού τρόπου σκέψης, υπό την εκθαμβωτική λάμψη των «φώτων». Στην εκτίμηση που τρέφω γι’ αυτό το βιβλίο συνηγορεί εμμέσως το γεγονός ότι οι απόψεις του δεν άρεσαν εξαρχής σε κανέναν. Οι διανοούμενοι τις θεώρησαν καρπούς σκοταδιστικής εμμονής στην αναπόληση των πλεονεκτημάτων των ορθόδοξων κοινοτήτων, όπου η αχαλίνωτη ατομικότητα, δηλαδή η βασική τους επένδυση, ήταν άγνωστο μέγεθος, ενώ οι πολιτικοποιημένοι χαμογελούσαν ειρωνικά, σιγοντάροντας τη μεγάλη μερίδα της πανεπιστημιακής κοινότητας που απλώς δεν καταλάβαινε γιατί γίνεται τόσος θόρυβος. Τέλος, ο ίδιος ο εκκλησιαστικός μηχανισμός άρχισε αμέσως να απεχθάνεται το παράξενο θάρρος της «νεοορθόδοξης» παλινδρόμησης αφού αυτή καυτηρίαζε την προσκόλληση τόσο της ελίτ όσο και των μεσαίων στρωμάτων του στο εισαγόμενο βατικάνιο ή προτεσταντικό μοντέλο, σύμφωνα με το πνεύμα του οποίου οι διαδρομές έπρεπε να εκτελούνται υπό τη σημαία της ηθικής αξιομισθίας ώστε να είναι τα διόδια κερδοφόρα. Ολα έδειχναν ότι το να αρνείσαι αυτή τη στράτευση ήταν εντελώς αντιπαραγωγικό. Οντως μοιάζει κάπως με το να αρνείσαι στην Αριστερά την κομματική της οργάνωση.

Γενικά, ο Γιανναράς κατέληξε αντιπαθής. Αξίζει να μας βάλει σε σκέψεις ότι, για την ασυζητητί απόρριψη τέτοιων αντιλήψεων, τα στελέχη των πολυεθνικών, ο περίφημος μεσαίος χώρος και η Αριστερά εκδηλώνουν, ξαφνικά, πανηγυρική ομοφωνία. Οσο για την τηλεόραση, αυτή δεν θα ‘χε τι να το κάνει το θέμα, άσε που είναι αδύνατον να μιλάς στον φακό για τους Κολυβάδες και την τρέλα τους χωρίς να γίνεσαι γραφικός. Εντούτοις, μας αρέσει δεν μας αρέσει, ο πεσιμισμός που διέπει τις παρατηρήσεις του Γιανναρά, ολοφάνερα θεμελιωμένες στο προφανές, είναι αν μη τι άλλο αναπόφευκτος. Ετσι, αν οι νεότεροι δεν γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, θα τους παρακινούσα να διαβάσουν τα δύο βιβλία χωρίς καθυστέρηση, ώστε να αντιληφθούν, για παράδειγμα, πως το σημερινό κουβεντολόι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γύρω απ’ τα σκάνδαλα της εκκλησιαστικής διοίκησης είναι κυριολεκτικά εκτός θέματος, και θα το παρομοίαζα με πυκνό σύννεφο σκόνης από την παταγώδη σύγκρουση δύο (τεσσάρων, οκτώ, δεκαέξι) παρατάξεων που όλες αναπαράγουν, όχι και τόσο αθώα, ένα πρωταρχικό λάθος κατεύθυνσης. Θα προσθέσω ότι το σφάλμα αυτής της μοιραίας αφετηριακής παρέκκλισης (μπορείτε κάλλιστα να την πείτε αίρεση) είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με τον τραγικό χαρακτήρα της περιπέτειάς μας, όσο και το κενό της ύπαρξης απ’ όπου αντλεί την ιδέα του περί βαθμολογίας προσόντων ο διχασμός προσωπικότητας του Νεοέλληνα. Θυμάμαι πως αυτή η ιδέα συνοψιζόταν σ’ ένα ωραίο ανέκδοτο της δεκαετίας του ’70. «Εχετε ανέβει ποτέ στην Ακρόπολη;» «Οχι». «Α, να πάτε οπωσδήποτε! Φαίνεται το Hilton!»

Είμαστε Δυτικοί ή Ανατολίτες; Είμαστε μήπως κάτι ενδιάμεσο, ένα σταυροδρόμι, ένας κόσμος μεταιχμιακός; Είμαστε άραγε, καθώς λένε, ένας τρόπος μάλλον παρά ένας τόπος; Είμαστε μιμητές, πιθηκίζουμε; ‘Η απλώς προσχωρήσαμε στην πρόοδο βιαστικά, όπως οφείλαμε, ύστερα από μακραίωνη καθυστέρηση; Στο Ορθοδοξία και Δύση εξιστορείται η βαθμιαία αιχμαλωσία της Ανατολής στην πολιτισμική σαγήνη της Δύσης, από την εποχή του Κυδωνιάτη ώς τον θρίαμβο των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων στον 20ό αιώνα, με το ενδιάμεσο μεσουράνημα του Κοραή και των Διαφωτιστών. Το πόσο μας διαφώτισαν προκύπτει αβίαστα όταν διαβάζει κανείς την Ιστορία της λογοτεχνίας τού Δημαρά, που το μουσικό του αφτί ως προς τη σύλληψη των μεγάλων λυρικών υπαινιγμών ήταν λιγότερο ευαίσθητο κι από μια πένσα.

Αυτό που κυρίως φωλιάζει εδώ, στην κρυμμένη σημασία της «ανατολίτικης» ιδιαιτερότητάς μας, και που ο αναγνώστης οφείλει να το προσεγγίσει με δικά του έξοδα, είναι η αξία ενός ιδιοσυγκρασιακού πολιτισμού που εξαφανίζεται σταδιακά υπό την πίεση των δυτικών προτύπων και κριτηρίων, απεριόριστα θελκτικών επειδή υπόσχονται να μας απαλλάξουν από το βαρύ βλέμμα της κοινότητας με τίμημα την άρον άρον εναπόθεση της βούλησης στους υπολογιστές και τους ωρολογιακούς μηχανισμούς μιας ολοκληρωτικά ρυθμισμένης συμπεριφοράς. Μιλάω με έμφαση γι’ αυτό το υπόλειμμα επειδή ο Γιανναράς δεν το περιποιείται όσο πρέπει, ενδεχομένως θεωρώντας τον χαρακτήρα του αυτονόητο, ενώ για τους νέους σε ηλικία αναγνώστες αποτελεί μάλλον κάτι το αινιγματικό, κάτι που περιέχεται στον ψυχισμό τους αλλά δίχως όνομα.

Είναι, φερ’ ειπείν, πολύ δύσκολο να εξηγήσω σ’ έναν 20άρη ότι βρίσκομαι, 50 ετών σήμερα, πολύ κοντύτερα στην κοινωνία που αναπαριστούν οι ηθογράφοι του 19ου αιώνα (γαλουχήθηκα στον πριν την τηλεόραση κόσμο της γειτονιάς) παρά στο ετοιμοπαράδοτο σύμπαν της δικής του γενιάς, όπου η ανθρωπότητα εμφανίζεται οργανωμένη σύμφωνα με την αδυσώπητη λογική των ποσοστών. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να του εξηγήσω τι ακριβώς πενθώ όταν υιοθετώ έναν τόνο διαμαρτυρίας σαν αυτόν εδώ, οπότε το πένθος μοιάζει δυστυχώς μ’ εκείνη την αφόρητη νοσταλγία για τα γιασεμιά που σαρκάζουν νυχθημερόν οι μοδίστρες του lifestyle, περιέργως με το δίκιο τους.

πηγή: «Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη» – 18/03/2005

This entry was posted in Ευγένιος Αρανίτσης and tagged , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε