Κανέλλος Δεληγιάννης [απόσπασμα]

Το απόσπασμα που αναρτάται προέρχεται από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001) και αντιγράφηκε από την 4η έκδοση του 2002.

Ένα δοκίμιο που δίχως να απεμπολεί την αξίωση της κατανόησης της πάτριας ιστορίας συνιστά συνάμα, όπως και την προϋποθέτει, σπουδή ανθρωπογνωσίας. Υπό μία άλλη έποψη η ώσμωση ανθρωπολογίας και ιστοριογραφίας αναδεικνύει, ρητώς ή λανθανόντως, κρίσιμες όψεις των προϋποθέσεων της ίδιας της ερμηνείας των κειμένων και της ιστορίας.

Ο Παπαγιώργης στέκεται κριτικά απέναντι στον Κανέλλο Δεληγιάννη και την τάξη του αλλά συγχρόνως επισημαίνει και περιγράφει την οπτική του. Θεωρητική στάση που είτε δεν απαντάται καθόλου είτε απαντάται σπάνια στη συλλογική μας αυτοκατανόηση – και στην τελευταία περιλαμβάνεται και η ιστοριογραφία μας.

Στο παρόν ιστολόγιο έχει αναρτηθεί το κείμενο του Αντώνη Ζέρβα που αφορά στο εν λόγω βιβλίο με τίτλο Το καπετανλίκι και η φατρία.

Οι αριθμοί στις αγκύλες αντιστοιχούν στον αριθμό των σελίδων της έντυπης έκδοσης. Ακολουθεί το κείμενο. 

[25]…το βασικό κίνητρο της συγγραφής του ήταν ο αποτροπιασμός απέναντι στα πρόσωπα της νέας τάξης πραγμάτων, αυτά που «αναξίως» είχαν κερδίσει  πόστα και εξουσίες. Η πατρίδα είχε αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και, αντί να δεί Θεού πρόσωπο, είχε περιέλθει στην εξουσία ξενόφερτων ανθρώπων, «απάτριδων», «τυχοδιωκτών» και «φερέοικων».

Αν και συνταξιοδοτήθηκε με τίτλο αντιστρατήγου και διετέλεσε μετά την εγκατάσταση της βασιλείας συνταγματάρχης-ακόλουθος και νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας, ο Κανέλλος πέθανε πάμφτωχος, καθότι η τεράστια οικογενειακή περιουσία εξανεμίστηκε για τις χρείες του Αγώνα. Ανήκε στην πανίσχυρη γενεά των κοτζαμπάσηδων που έχασαν τα πάντα μέσα σε μια δεκαετία (τυπική περίπτωση ο Ανδρέας Λόντος, που χρεωκόπησε  και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία το 1845). Κατά συνέπεια στην πνευματική του διαθήκη μόνο την απολογία ενός απελπισμένου ανθρώπου μπορούμε να διαβάσουμε. Αγκυλωμένος ανάμεσα στα μεγαλεία του παρελθόντος και στην ευτέλεια του παρόντος, εξυμνεί τη μοραΐτικη ολιγαρχία με τους μοραγιάνηδες  και τους βεκίληδες, ενώ επιτίθεται ιταμά κατά των ανθρώπων του ελεύθερου κράτους.

Θολωμένο από μνησικακία και μίσος, το θυμικό του δεν είναι πάντα άδικο. Οι αδιαμφισβήτητες υπηρεσίες του – και η θυσία του αδελφού του, που είχε προσέλθει οικειοθελώς ως όμηρος στην Τριπολιτσά – δεν αναγνωρίστηκαν από τη νεοσύστατη πολιτεία. Δεν στήθηκε η προτομή του «οὔτε ἐν Ἀθήναις εἰς τό πεδίον τοῦ Ἄρεως κοντά εἰς τάς προτομάς τῶν ἄλλων ἡρώων οὔτε ἀλλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος»[1]. Νιώθοντας καταπτοημένο λείψανο μιας μεγάλης εποχής, θεώρησε προσωπική του [26] υπόθεση πλέον να δικαιωθεί μέσα από το απομνημόνευμά του. Αν λογαριάσουμε ότι δεν γράφει σαν τον Π. Π. Γερμανό κατά τα χρόνια του Αγώνα αλλά σαράντα πέντε χρόνια μετά, μπορούμε να μαντέψουμε το αίσθημα του ανεπανόρθωτου που τον διακατέχει. Μέλλον δεν υπήρχε πλέον –η Ιστορία ετετελέστη. Για να ξαναβρεί τις μέρες της αρχοντιάς, και της ισχύος, έπρεπε να ανατρέξει στο παρελθόν, στα χρόνια της οθωμανικής «τυραννίας». «Τήν ἐξουσίαν», θα γράψει με περηφάνια, «ἡμεῖς τήν εἴχομεν συγκεντρωμένην εἰς τάς οἰκογενειάς μας πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων»[2]. Μόνο έτσι μπορούμε να συναισθανθούμε το αφόρητο αίσθημα ξεπεσμού και το θηριώδες μίσος που φωλιάζει στην καρδιά αυτού του αγωνιστή που πολέμησε – δεν είναι ψέμα –αλλά εκ των πραγμάτων οι τιμές πήγαν αλλού…………………

Ο εφιάλτης στη μετεπαναστατική ζωή του Κανέλλου ήταν ο Νικόλαος Σπηλιάδης, ο οποίος με το βιβλίο του Ἀπομνημονεύματα διά νά χρησιμεύσωσιν εἰς τήν νέαν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος (άρχισε να εκδίδεται το 1851, τρία χρόνια πρίν από τα δικά του απομνημονεύματα) έγινε η αφορμή που καταπιάστηκε με το γράψιμο………………………….

[27] Το βιβλίο του Σπηλιάδη είναι ο μόνιμος «σφάχτης»του γερό-Κανέλλου όχι διότι η γενική του άποψη περί του Αγώνα τον δυσαρεστούσε. Αυτό ήταν δευτερεύον. Η μοναδική αφορμή της λυσσαλέας διαμάχης είναι οι [28] εκτιμήσεις για τον Μοριά και οι γνώμες για τα πρόσωπα της κοτζαμπάσικης ολιγαρχίας. Διαβάζοντας τη σπηλιαδική «Χαλιμά» ο περήφανος γόνος των Δεληγιάννηδων ένιωθε το βιβλίο σαν ταφόπλακα…….Ο Κανέλλος είναι ο άνθρωπος που ξεπεράστηκε από τα γεγονότα, που είδε σαν εφιάλτη την απελευθέρωση και ένιωσε καταρρακωμένος από τη νίκη των «φερέοικων» σε βάρος των ντόπιων «νοικοκυραίων».

Πλήν όμως δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα πρόσωπα του Αγώνα, περνώντας δια πυρός και σιδήρου, σκληραγωγήθηκαν μεν, αλλά μέσα από τους φατριασμούς και τα απερίγραπτα μίση έφτασαν στο έσχατο σημείο ηθικής ευτέλειας. Αν μάλιστα υπολογίσουμε ότι όλοι λίγο πολύ είχαν την αίσθηση του αδικημένου, μπορούμε να μαντέψουμε γιατί συνήθως τα απομνημονεύματα στάζουν φαρμάκι. Η Επανάσταση εξαχρείωσε τους ανθρώπους της, έφερε τους πρωταγωνιστές σε σημεία πρωτοφανούς αγριότητας και ανθρωποβορίας, διέλυσε βάναυσα τον αόρατο ιστό που εξασφάλιζε τη συνοχή των πληθυσμών. Σαν πολύμορφος εμφύλιος διέφθειρε τις ισχύουσες αξίες…………

Το απομνημόνευμα του Κανέλλου, γραμμένο με υποβολέα τη χαλασμένη καρδιά ενός νικημένου άρχοντα, αντλεί την αλήθεια του από τη μνησικακία και τη χολερική εκδίκηση παρά από την υπερηφάνεια για τα [29] εθνικά κατορθώματα. Οι «Έλληνες»μπορεί να κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, αλλά οι Μοραΐτες άρχοντες έχασαν την «πατρίδα» τους από τους ίδιους τους νέο-Έλληνες. Γι’ αυτό και η εξιστόρησή του αφορά μόνο τον Μοριά και τους ανθρώπους του………Ίσως γι’ αυτό το βιβλίο του αποτελεί μέγα επιχείρημα για να καταλάβουμε πόσο σημαντική ήταν η τάξη του για τον Αγώνα και πόσο «επαναστατική» εντέλει αποδείχτηκε.

Οι κοτζαμπάσηδες όντως αποδείχθηκαν επαναστατική δύναμη. Αυτοί σήκωσαν πολλά από τα βάρη του Αγώνα. Η μετεπαναστατική ιστοριογραφία βέβαια δεν μπορούσε να φτάσει σε παρόμοιες εκτιμήσεις. Έκρινε κοντόθωρα, στενοκέφαλα, με βάση τα άμεσα δεδομένα, τα οποία ήταν από πρώτη ματιά αδιάσειστα……Η τάξη των ολιγαρχικών ήταν αντιδραστική μέσα στη ντόπια κοινωνία, μόνο που η δυναμική της αποστασίας υπερέβαινε τον ταξικό παράγοντα. Αφότου κηρύχτηκε ο πόλεμος, η οικονομική ολιγαρχία ήταν αυτή που χρηματοδότησε τους στρατούς – ιδιωτικούς και μη – και κατηύθυνε εν πολλοίς τα διαταραγμένα πνεύματα.

Η ψευδολογία, η συκοφαντία, οι λεονταρισμοί, οι επιδείξεις εθελοτυφλίας, υστερόπρωτης φιλοπατρίας και αυτοεξύμνησης είναι τα συνήθη μέσα του Κανέλ- [30] λου. Πλήν όμως το κείμενο δεν καταδικάζεται λόγω ευτέλειας. Αν και γράφει μονίμως με αρνητικά αισθήματα, ευάλωτος στο προσωπικό μίσος, η ψυχογραφία του είναι μοναδική για την εποχή. Οι προσωπικές του αδυναμίες αντιστοιχούν πλήρως στα αδιέξοδα του ξεσηκωμού. Η χολερική του ιδιοσυγκρασία τον αναδεικνύει, μαζί με πλήθος άλλους, σε άξιο τέκνο του πανεθνικού εμφυλίου, ο οποίος κατ’ ευφημισμόν βαπτίσθηκε Επανάσταση από τους ιδεολόγους ιστορικούς[3]. Μέσα από τη δράση του και τις αναδιπλώσεις της συνείδησής του παρακολουθούμε ευκρινώς τους αναβαθμούς του εθνικού πολέμου, την εξαχρείωση και την ακατάλυτη βούληση των προσώπων, καθώς και την προσωπική του συντριβή, καθότι άνηκε σε μια δράκα αρχόντων που δεν την ευνοούσε η ιστορική συγκυρία.


[1] Μπαίνοντας σήμερα στα Λαγκάδια, ο επισκέπτης βλέπει στο αριστερό του χέρι το μπούστο του Κανέλλου με τη λιτή εγγραφή: «Κανέλλος Δεληγιάννης, 1780-1862, Πρωτεργάτης της Επαναστάσεως».

[2] Κανέλλου Δεληγιάννη, Ἀπομνημονεύματα σέ τόμους τρεῖς, τ. β΄, σ. 12.

[3] Γεράσιμου Κακλαμάνη, Το «ἀνατολικόν ζήτημα» σήμερα, Εκδόσεις Εικοστού Αιώνα, 1998, σ. 356.

This entry was posted in Κωστής Παπαγιώργης and tagged , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε